27 Οκτωβρίου 2025

Μια θρηνωδία για την απώλεια του μέτρου στα μέρη που δημιουργήθηκε.

Του Βασίλη Λαμπόγλου 

Δυστυχώς ουδείς αναμάρτητος... και το κωμικοτραγικό είναι ότι οι μεν θεωρούν πως μόνο "οι άλλοι" λανθάνουν.

Οι Έλληνες, δεξιοί κι αριστεροί, δεν περίμεναν να σβήσει ο ήχος από το τελευταίο τραγούδι του Σαββόπουλου.

Έσπευσαν να τον διεκδικήσουν, να τον κατηγορήσουν, να τον οικειοποιηθούν — σαν να ήταν λάφυρο κι όχι ψυχή.

Οι Έλληνες, δεξιοί κι αριστεροί, δεν περίμεναν την κηδεία του Σαββόπουλου για να τον κρίνουν·
έσπευσαν, σαν να ’θελαν να προλάβουν τη σιωπή του.
Γιατί εδώ, στην πατρίδα των λέξεων,
ο θάνατος δεν είναι ποτέ το τέλος — είναι μονάχα άλλη μια αφορμή για λόγια.

Κι ίσως αυτό να ’ναι το πιο ελληνικό μας πάθος:
να μη μπορούμε να αφήσουμε έναν άνθρωπο να φύγει
χωρίς πρώτα να τον χωρίσουμε σε στρατόπεδα,
να τον ντύσουμε με τις σημαίες μας,
να τον μετρήσουμε με τα μέτρα της ιδεολογίας.

Κι έτσι επαναλήφθηκε, για άλλη μια φορά, το αρχέγονο δράμα αυτού του τόπου:
η αδυναμία να σιωπήσουμε μαζί.

Ο Ηράκλειτος θα έβλεπε σ’ αυτό την αιώνια φωτιά του πόλεμου που γεννά τα πάντα,
μα εδώ η φωτιά δεν εξαγνίζει· κατατρώει, «πόλεμος πατήρ πάντων» — κι εδώ ο πόλεμος δεν είναι των όπλων, αλλά των ερμηνειών.
Σε κάθε θάνατο μεγάλου προσώπου, ο λαός αυτός αναμετριέται όχι με τον νεκρό, αλλά με τον εαυτό του.

Ο Πλάτων θα μιλούσε για τις «εικόνες» της ψυχής που μάχονται για την ιδέα του Αγαθού, για ψυχές δεμένες ακόμη στον τοίχο του σπηλαίου,
που αντί να στραφούν προς το φως, φιλονικούν για τις σκιές.

Ο Αριστοτέλης θα το έβλεπε ως πάθος δίχως μέτρο,
την απουσία της μεσότητος που κάνει τον άνθρωπο πολιτικόν ον και όχι όχλο.

Ο Hölderlin, εκείνος ο ποιητής που ύμνησε την Ελλάδα σαν θεϊκή πατρίδα του πνεύματος,
θα έβλεπε πικρά πως οι επίγονοί της έμειναν χωρίς μέτρο και χωρίς θεό.
«Όπου όμως υπάρχει κίνδυνος, εκεί φυτρώνει και η σωτηρία», έγραψε·
μα στην Ελλάδα, ο κίνδυνος έγινε συνήθεια — και η σωτηρία αναβάλλεται.

Ο Goethe θα αναγνώριζε την ίδια ψυχή που θαύμαζε στους Έλληνες,
μα τώρα πληγωμένη από την έλλειψη Bildung, της εσωτερικής καλλιέργειας που ενώνει γνώση και ήθος.
Θα έβλεπε ένα έθνος που ζει ακόμη ανάμεσα στον Διόνυσο και τον Φάουστ:
διψασμένο για υπέρβαση, μα αιχμάλωτο της στιγμής.

Ο Hegel θα έλεγε πως η Ιστορία μας είναι διαλεκτική χωρίς σύνθεση —
μια αιώνια αντίθεση χωρίς υπέρβαση.

Ο Νίτσε θα γελούσε πικρά, βλέποντας τους Έλληνες να ξαναζούν τον αγώνα των θεών — να τραγουδούν τον ίδιο άνθρωπο με τον Διόνυσο και να τον κρίνουν με το μέτρο του Απόλλωνα, θα αναγνώριζε τη διονυσιακή έξαψη του ελληνικού πνεύματος, μα θα θρηνούσε που η δημιουργική του δύναμη έχει μετατραπεί σε μικροπολιτική οργή.

Ο Schopenhauer θα έβλεπε το θέλημα που δεν λυτρώνεται ποτέ, το αέναο βούλεσθαι που σπαράζει χωρίς να γνωρίζει γιατί, θα έβλεπε στη διαμάχη αυτή την ατέρμονη βούληση που δεν ικανοποιείται ούτε με τον θάνατο·
η τέχνη, έλεγε, είναι η μόνη στιγμή λύτρωσης,
κι όμως εμείς βιαζόμαστε να την ακυρώσουμε με γνώμες.

Κι ο Spengler, πιο απαισιόδοξος ακόμη, θα έγραφε πως η Ελλάδα ζει τη φάση της παρακμής του πολιτισμού,
όπου η μορφή έχει απομείνει χωρίς ψυχή,
κι ο καλλιτέχνης — ακόμα κι ο τραγουδοποιός — γίνεται αφορμή για κοινωνικό διαμελισμό.

Ο Camus θα έβλεπε σ’ αυτό την απόγνωση του ανθρώπου που, ανίκανος να βρει νόημα,
αναζητά εχθρούς αντί για νόημα.
Και ο ίδιος θα μας θύμιζε πως «η εξέγερση χωρίς μέτρο καταλήγει να μοιάζει με τη δουλεία».

Έτσι, από την ημέρα του θανάτου ως την ημέρα της κηδείας,
ο Έλληνας δεν αποχαιρετά τον καλλιτέχνη·
από την ημέρα του θανάτου ως την ημέρα της κηδείας,
ο Έλληνας δεν θρηνεί — ερμηνεύει.
Δεν σιωπά — συζητά, δοκιμάζει ξανά τα όρια της συλλογικής του ωριμότητας — και πάλι τα βρίσκει στενά.

Η διχόνοια, που κάποτε έθρεψε τον στοχασμό και τη δημιουργία,
έγινε σήμερα μηχανισμός φθοράς.

Από τον Εμφύλιο ως το Facebook, από το 1821 ως το 2025,
ο λόγος — το καύχημα της ελληνικής ψυχής — κατάντησε αντίλογος.

Κι έτσι ο Σαββόπουλος, όπως κι όσοι προηγήθηκαν,
θα αναπαύεται μέσα στην οχλοβοή εκείνων που ποτέ δεν έμαθαν να σιωπούν για να καταλάβουν.

Και εν τέλει όχι η Ελλάδα αλλά οι Έλληνες, θα ’λεγε ίσως ο Hölderlin, δεν πέφτουν ποτέ με πάταγο —
μόνο βυθίζονται αργά, μέσα στη μουσική των ίδιων τους των φωνών.

Είναι αυτοί οι Έλληνες τελικά;

Υπέροχες σκέψεις του φίλου  
Spiro N. Taraviras 

Μια θρηνωδια για την απώλεια του μέτρου στα μέρη που δημιουργήθηκε.
Ένας "κοπετος" για τον Λόγο που "παραμέρισε  τον διάλογο,εξοβελισε τον αντίλογο και εξεθρεψε το παράλογο .

-Αναζητειστε την ιστορία του Τάμπο Μπέκι,του Προέδρου της Νότιας Αφρικής (1999-2008)και πρόεδρο του Αφρικανικού εθνικού Κογκρέσσου και πως επέλεξε να παραστεί στη κηδεία του Πήτερ Βίλεμ Μπότα πρόεδρου και πρωθυπουργου (επονομαζόμενος και Μεγάλος Κροκόδειλος ) περιβόητου φυλετιστη στα χρόνια του Απαρτχάιντ.
Μια κίνηση συμβολισμού, πολιτικής ανδρείας και κυρίως ανθρωπιάς...σε μέρη που έμαθαν να σιωπούν για να καταλάβουν.
Εδώ...ας "απολαύσουμε "τη καταβύθιση μας .
Εδώ που ο θάνατος δεν είναι ποτέ το τέλος...

ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/share/p/1EdCEhZCDf/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.