26 Σεπτεμβρίου 2025

Ὁ Μπιροττώ, ὁ Μπόρκμαν κι ἐμεῖς



*

τοῦ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

~.~

Τὸν homo oeconomicus, τὸν ἄνθρωπο τῆς οἰκονομίας καὶ τοὺς τρόπους του, ἡ λογοτεχνία τὸν εἶδε ἐξ ἀρχῆς κριτικά. Μοτίβα σὰν κι αὐτὰ τῆς φιλοχρηματίας, τῆς κερδοσκοπίας, τῆς πλουτοθηρίας ἐπανέρχονται διαρκῶς στὶς σελίδες της. Νὰ νουθετήσουν, νὰ διαφωτίσουν τὸν ἀναγνώστη γιὰ τὶς ὀλέθριες συνέπειές τους ζητοῦν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες στὰ γραφτά τους ποιητὲς τόσο διαφορετικοὶ ὅσο ὁ Ὁράτιος ἢ ὁ Καισάριος Δαπόντες. Ἀπαράμιλλα περιγράφει ὁ Πετράρχης τὴν καθηλωτικὴ δύναμη τοῦ χρυσοῦ:

«Σέ μας, φίλε, εἶναι τὰ πάντα ἀπὸ χρυσό: οἱ ἀσπίδες καὶ τὰ δόρατα, οἱ ἁλυσίδες καὶ τὰ στέμματα. Ὁ χρυσὸς μᾶς συνέχει καὶ μᾶς συγκρατεῖ. Ὁ χρυσὸς μᾶς κάνει πλούσιους καὶ φτωχούς, ἐλεεινοὺς καὶ εὐδαίμονες.

 Ὁ χρυσὸς ἐξανδραποδίζει τοὺς ἐλεύθερους καὶ ἀπελευθερώνει τοὺς ἡττημένους. Καταδικάζει τοὺς ἀθώους καὶ ἀπαλλάσσει τοὺς ἐνόχους. Δίνει μιλιὰ στοὺς μουγγοὺς καὶ βουβαίνει τοὺς εὐφραδέστερους ρήτορες… Συμφιλιώνει θεοὺς ἤ –ὅπως μερικοὶ διατείνονται– καὶ ἀνθρώπους ἀκόμη. Τίποτα δὲν τοῦ ἀντιστέκεται. Τίποτα δὲν εἶναι γιὰ ἐκεῖνον ἀνέφικτο.»

Ἀμίμητοι εἶναι οἱ στίχοι τοῦ Ἀχιλλέα Παράσχου μὲ τοὺς ὁποίους τὴ δεκαετία τοῦ 1870 κατακεραυνώνει τὴν παντοδυναμία τοῦ κεφαλαίου στὴν Εὐρώπη:

Κ’ ἔπεσαν, ὅλα ἔπεσαν! Τὸ πᾶν εἰς τέφραν κεῖται!
Ὑψοῦνται μόνον τράπεζαι καὶ μόνον τραπεζῖται…


Ὁ Παράσχος ἀνήκει ἀκόμη στοὺς νοσταλγούς. Θρηνεῖ τὸν χαμὸ τοῦ παλιοῦ κόσμου τοῦ πνεύματος καὶ τῆς πίστης. Σὲ τραπεζίτες καὶ τράπεζες βλέπει τοὺς ἀποστόλους τῆς νέας ὑλοφροσύνης, σατανικὲς μηχανὲς ποὺ ἐξαργυρώνουν τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Μέσα στὴν ἀναπόλησή του, προανακρούονται ὅμως καὶ οἱ αὐριανοὶ ἀρνητὲς τοῦ νέου καθεστῶτος. Ἡ ἱερεμιάδα τοῦ Πάουντ κατὰ τῶν πιστωτικῶν θεσμῶν («Μὲ τὴν τοκογλυφία, / δὲν φτιάχνουν οἱ ἄνθρωποι σπίτια γερά…»), γιὰ παράδειγμα. Ἢ ἡ ὀργίλη πολεμικὴ τοῦ Μπρέχτ («Τί εἶναι ἡ ληστεία μιᾶς τράπεζας ἐμπρὸς στὴν ἵδρυσή της;»). Ὁ παλαιορομαντικός, ὁ ἀκροδεξιός, ὁ μαρξιστὴς ἐδῶ συμπλέουν, ἐπειδὴ τὸ ἀντίπαλον δέος εἶναι κοινό: ὁ καπιταλισμός. Κοινὴ εἶναι καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ὑπέρβασής του.

Ὑπάρχουν ὡστόσο καὶ «οἰκονομικὰ» κείμενα τῆς εὐρωπαϊκῆς λογοτεχνίας ποὺ δὲν εἶναι τόσο μεγαλόφωνα. Ποὺ δὲν ἐπαγγέλονται ἄρση ὁριστικὴ τῶν δεινῶν οὔτε ἀναλώνονται σὲ οὐτοπικὲς εἰκασίες. Ποὺ περιγράφουν ἁπλῶς τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση, ξετυλίγοντας τὸ κουβάρι τῆς ζωῆς τῶν προσώπων ποὺ πρωταγωνιστοῦν στὶς σελίδες τους. Δείγματα τέτοια, ἴσως τὰ κορυφαῖα τους εἴδους τους, εἶναι ὁ Καίσαρ Μπιροττώ, τὸ μυθιστόρημα τοῦ Ὄνορὲ ντὲ Μπαλζὰκ (1837), καὶ ὁ Ἰωάννης Γαβριὴλ Μπόρκμαν, τὸ δράμα του Ἐρρίκου Ἴψεν (1896).

Ὁ Μπιροττὼ καὶ ὁ Μπόρκμαν ὡς χαρακτῆρες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι περισσότερο ἀντίθετοι. Ὁ πρῶτος, ὁ ἀρωματοποιός, εἶναι χρεοκόπος· ὁ δεύτερος, ὁ τραπεζίτης, καταχραστής. Ὁ πρῶτος ἀφήνει ἄλλους νὰ τὸν παρασύρουν καὶ μὲ τ’ ἀνοίγματά του ζημιώνει μὲν τοὺς πιστωτές του, πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως τὸν ἑαυτό του. Ὁ δεύτερος συμπαρασύρει ἐκεῖνος στὴν καταστροφὴ τοὺς ἄλλους, τὴν πελατεία του ὅλη ποὺ τὸν ἐμπιστεύθηκε. Τὸν ἕναν, ἡ πτώση τὸν συνταράσσει ἀλλὰ καὶ τὸν κινητοποιεῖ. Ἔτσι μεταμελεῖται ὁλόψυχα καὶ μολονότι τὰ δικαστήρια τὸν προστατεύουν, ἀφιερώνει ὅλο τὸ ὑπόλοιπο τῆς δύσκολης ζωῆς του στὴν προσπάθεια νὰ ἀναστηλώσει τὴν προσωπικὴ καὶ ἐπαγγελματική του ἀξιοπιστία. Τὸν ἄλλο, τὸ ναυάγιο τὸν παραλύει. Ἀμετανόητος ὣς τὸ τέλος, μέμφεται ὄχι τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ τοὺς ἄλλους ποὺ παρεξήγησαν τάχα τὰ ὁράματά του. Ἐκεῖ ποὺ ὁ Μπιροττὼ πετυχαίνει μὲ τὸν ἀγῶνα του τὸ ἀδύνατο, νὰ ἐξοφλήσει στὸ ἀκέραιο ἀκόμη καὶ τὶς παραγεγραμμένες του ὀφειλές, ὁ Μπόρκμαν, ἄπρακτος καὶ μνησίκακος, ὀνειροπολεῖ ἁπλῶς μιὰ ἀποκατάσταση ἐν θριάμβῳ. Καὶ οἱ δυὸ πεθαίνουν στὸ τέλος τοῦ ἔργου. Ἀλλὰ τί διαφορά: ὁ ἕνας ὄρθιος ἠθικά, ὁ ἄλλος τελεσίδικα πεσμένος.

Μπόρκμαν καὶ Μπιροττὼ εἶναι πρόσωπα οἰκεῖα μας. Πατοῦν στὸν 19ο αἰῶνα, ὅμως ὁ κόσμος τους εἶναι πάντα ὁ δικός μας κόσμος. Αὐτὸ ποὺ τοὺς συνδέει μὲ μᾶς, τοὺς περιπατητὲς τοῦ ἀβέβαιου τώρα, εἶναι ἡ διαχείριση τῆς πτώσης. Πῶς ἀντιδρᾶ κανεὶς στὴν καταστροφή; Πῶς τὰ βγάζει πέρα μὲ τὴν ἀποτυχία; Ἐπιμένοντας πεισματικὰ στὴ γραμμὴ ποὺ τὸν ἔφερε σὲ τέτοιο σημεῖο ἢ ἀλλάζοντας ρότα ἀκόμη κι ἂν αὐτὸ τοῦ εἶναι ἄκρως ἐπώδυνο;

Ὄχι, μὲ λογοτεχνία τυπικὰ διδακτικὴ δὲν ἔχουμε ἐδῶ νὰ κάνουμε. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ Μπιροττὼ καὶ ὁ Μπόρκμαν μᾶς προσφέρουν ἀφειδώλευτα τὴ διδαχή τους. Τὸ 14ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ Μπαλζὰκ, ἐκεῖνο ποὺ ἐπιγράφεται «Γενικὴ ἱστορία τῆς πτωχεύσεως» ἰσχύει γιὰ ὅλες τὶς χρεοκοπίες διαχρονικά, ἰδιωτικὲς καὶ συλλογικές, ἐπιχειρήσεών τε καὶ κρατῶν, γιὰ ὅλα τ’ ἀμέτρητα τερτίπια καὶ τὶς μηχανές τους. Καὶ ἡ ἄρνηση τοῦ ἰψενικοῦ ἥρωα ν’ ἀντιμετρηθεῖ μὲ τὸ βάρος τῶν πράξεών του, ἡ ψυχικὴ φυγή του ἀπ’ τὴν πραγματικότητα, μᾶς δίνει τὸ διαχρονικὸ πορτραῖτο του ἐθελότυφλου – τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ μεμφθεῖ τὸ καθετί, τὸν ὅποιον ἄλλο, φτάνει μονάχα νὰ μὴ χρεωθεῖ ὁ ἴδιος τὴν εὐθύνη.

ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2025/09/22/birotteau-borkman/?fbclid=IwdGRjcAM_hmRjbGNrAz-FNGV4dG4DYWVtAjExAAEeYFnJU7GgV10OHBMi76dt1FaUS8S-Qhjg_QGXlHEKlcc6m_0wyaWddDnvxY8_aem_ffQBN5yoxIbQiNBXChjMFA
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.