Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Ο «ιδεαλισμός με αρβύλες» και ο νεοσυντηρητισμός

Ο  νεο-συντηρητικός Robert Kagan και η συζυγός του, επίσης νεο-συντηρητική, Βικτόρια Νούλαντ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ στην Ευρώπη που ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στην Κύπρο 
Ο «ιδεαλισμός με αρβύλες» και ο νεοσυντηρητισμός 
Tου Ευάγγελου Κοροβίνη, συγγραφέα δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 13 – Άνοιξη 2016
Α) Σύντομη ιστορική αναδρομή
Ο συντηρητισμός κατανοείται συνήθως ως ένα ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα που γεννήθηκε ως αντίδραση στον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Αλλά, όπως έχει δείξει ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο συντηρητισμός έχει μια ισχυρή προνεωτερική συνιστώσα – μια συνιστώσα που σχετίζεται με τις προσπάθειες των ανωτέρων στρωμάτων της φεουδαλικής κοινωνίας, των ευγενών, να ανακόψουν τη διάλυσή της, τη συνυφασμένη με την ανάδυση του νεώτερου συγκεντρωτικού και γραφειοκρατικού κράτους ήδη από τον 16ο αιώνα. Η διαδικασία διάλυσης της φεουδαλικής κοινωνίας –ο σταδιακός δηλαδή θρυμματισμός των φεουδαλικών οίκων, των συντεχνιών και των σχετικών με αυτούς μορφών κυριαρχίας– οδήγησε στην υπαγωγή των «ξεριζωμένων» πλέον ατόμων κατ’ ευθείαν στο νεωτερικό κράτος, χωρίς τη μεσολάβηση της κοινωνικής πυραμίδας του φεουδαλισμού. Μετά την οριστική αποσύνθεση της προνεωτερικής κοινωνίας, όσοι από τους συντηρητικούς δεν είχαν αυταπάτες για επιστροφή στο παρελθόν πρότειναν μια συμπόρευση με τον φιλελευθερισμό που θα διασφάλιζε τη σύμπραξη όλων των ιδιοκτητών. Η συντηρητική προσδοκία ότι στον συνασπισμό αυτόν ο φιλελευθερισμός θα έπαιζε το δεύτερο βιολί και ότι πέραν της ιδιοκτησίας τους οι ευγενείς θα διέσωζαν και τα κοινωνικά και πολιτικά τους προνόμια, αποδείχθηκε φρούδα στην πορεία του χρόνου.
Στην Αμερική (ΗΠΑ), ο τωρινός νεοσυντηρισμός αποκλήθηκε έτσι προκειμένου να αντιδια­σταλεί προς τον λεγόμενο παλαιοσυντηρητισμό, δηλαδή την προ του 1960 παλιά Δε­ξιά, η οποία είχε γνωρίσει μια βραχύβια αναγέννηση τη δεκαετία του ’80 ως αντίθεση στην επεμβατική εξωτερική πολιτική των νεοσυντηρητικών και την «ευκαμψία» τους στα θέματα των αμβλώσεων και των οικογενειακών αξιών. Πάντως, ο παλαιοσυντηρητισμός αυτός δεν μπό­ρεσε να καταστεί ηγεμονική δύναμη στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. (Ο πιο προβεβλημένος εκπρόσωπός του, ο Pat Buchanan, επιχείρησε δύο φορές τη δεκαετία του 1990 να πάρει το προεδρικό χρίσμα και απέτυχε).
Οι νεοσυντηρητικοί, ένα διακομματικό εν τέλει ρεύμα, επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους κυρίως στην εξωτερική πολιτική, όπως θα δούμε, σε συνεργασία με τους επίσης διακομματικούς νεοφιλελεύ­θερους, που ενδιαφέρονται κυρίως για τα θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, και θα είναι εκείνοι που θα κυριαρχήσουν στις κυβερνήσεις του Ρήγκαν και του Μπους υιού και θα συνεχίσουν να ασκούν κάποια επιρροή και στις κυβερνήσεις του Ομπάμα.

O προερχόμενος από τους Δημοκρατικούς, νεο-συντηρητικός,  Henry «Scoop» Jackson
Τρεις γενιές νεοσυντηρητικών
Ο κόσμος άρχισε να προσηλώνει την προσοχή του στους νεοσυντηρητι­κούς το 2002-2003, όταν κορυφώθηκε η καμπάνια τους υπέρ της εισβολής στο Ιράκ. Στα χρόνια που ακολούθησαν το φιάσκο της κατοχής του Ιράκ από τα αμερικανικά στρατεύματα, το άστρο των νεοσυντηρητικών φάνηκε να δύει αμετάκλητα. Η ανυποληψία και η γενική καταδίκη των νεοσυντηρητικών και του «ιδεαλιστικού» μιλιταρισμού τους, που συνόδευσαν το φιάσκο, έκανε πολλούς έκτοτε να τους αντιμετωπίζουν ως παρελθόν.
Η θεώρηση αυτή είναι ανακριβής για δύο λόγους: Κατ’ αρχάς, οι νεοσυντηρητικοί ήταν μια ενεργός δύναμη στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ τρεις δεκαετίες πριν την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Επιπλέον, συνέχισαν, στην πραγματικότητα, και μετά την εισβολή, ώς σήμερα, να είναι παρόντες στην πολιτική σκηνή της Ουάσιγκτον και στη μάχη των ιδεών, ακόμη και κατά την πιο μεγάλη τους εξασθένηση, το 2005-2007.
Η «ταμπέλα» νεοσυντηρητικοί αποδόθηκε, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, από φίλους και εχθρούς, σε μια ομάδα νεοϋορκέζων διανοουμένων (αρκετοί από τους οποίους ήταν εβραϊκής καταγωγής), οι οποίοι τηρούσαν κριτική στάση έναντι της «αριστερής στροφής» των ΗΠΑ κατά την προηγούμενη δεκαετία. Οι διανοούμενοι αυτοί αντιδρούσαν στις φοιτητικές διαμαρτυρίες κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, στην αντικουλτούρα, στον «εθνικισμό» της «μαύρης δύναμης», στον ακραίο φεμινισμό και την οικολογία και, τέλος, στην «υπερεξάπλωση» του κοινωνικού κράτους επί Λύντον Τζόνσον. Ενώ όμως δεν υπερασπίζονταν με πάθος τις ελεύθερες αγορές και το κράτος-«νυχτοφύλακα», όπως οι νεοφιλελεύθεροι, ωστόσο καταδίκαζαν έντονα τον «απεριόριστο» εξισωτισμό της Νέας Αριστεράς. Αυτή η αρχική ομάδα, των κατά βάση νεοϋορκέζων «νεοσυντηρητικών», ενδιαφερό­ταν κυρίως για θέματα εσωτερικής πολιτικής. Ανάμεσά τους οι Nathan Glazer, Seymour Martin Lipset, James Q. Wilson, Norman Podhoretz και Daniel Patric Moynihan, που συσπειρώθηκαν γύρω από το περιοδικό The Public Interest, το οποίο δημιούργησαν ο Irving Kristol και ο Daniel Bell το 1965.
Μοιάζει, έτσι, να υπάρχει πλήρης «αποσύνδεση» ανάμεσα σ’ αυτή την πρώτη ομάδα «νεοσυντηρητικών», που έστρεφαν το ενδιαφέρον τους κυρίως σε θέματα εσωτερικής πολιτικής, και στους νεοσυντηρητικούς των επόμενων δεκαετιών, που είχαν έδρα τους την Ουάσιγκτον και ενδιαφέρονταν πια σχεδόν αποκλειστικά για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχει όμως ένα λεπτό νήμα που συνδέει τις δύο ομάδες και εξηγεί την αντοχή στον χρόνο της «νεοσυντηρητικής» ταμπέλας: Είναι μία ακόμη, ενδιάμεση, ομάδα νεοσυντηρητικών, συσπειρωμένων γύρω από τον δημοκρατικό γερουσιαστή της Ουάσιγκτον, Henry «Scoop» Jackson.

Η ομάδα αυτή γεννήθηκε επίσης μέσα από μια αντίδραση στη Νέα Αρι­στε­ρά, αλλά αυτή τη φορά εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, όταν ο γερου­σια­στής McGovern κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών το 1972, για να αντιπα­ρα­τεθεί με τον Νίξον των Ρεπουμπλικανών. Ο McGovern θεωρήθηκε από την ομάδα τού Henry «Scoop» Jackson ως αποκλίνων πολύ προς τα αριστερά. Υποστήριζε μαζικά προγράμματα κοινωνικής πολιτικής, και στην εξωτερική πολιτική ήταν υπέρ μιας γρήγορης αποχώρησης των αμερικανικών στρατευ­μάτων από το Βιετνάμ και μεγάλων περικοπών στις αμυντικές δαπάνες. Γύρω από το Commentary, ένα περιοδικό που εξέδιδε η Αμερικανική Εβραϊκή Επι­τροπή, συσπειρώθηκε η ομάδα που ακολούθησε τον Henry «Scoop» Jack­son, όπως οι Richard Perle, Jeane Kirpatric, Eugene Rostow, Joshua Murav­chik, Elliot Abraams και άλλοι. Όλοι αυτοί ήθελαν να γυρίσουν πίσω στην παράδοση του Χάρυ Τρούμαν, του Αμερικανού Δημοκρατικού προέδρου που πυροδότησε τον Ψυχρό Πόλεμο: «προοδευτικές» πολιτικές στο εσωτερικό και «μυώδης» αντικομμουνισμός στο εξωτερικό. Αυτό το μείγμα εξηγεί γιατί δεν πολέμησαν μόνον τον McGovern και την αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά, όπως θα δούμε, και τη ρεαλιστική πολιτική της Ύφεσης μεταξύ των δύο Υπερδυνάμεων, των Νίξον και Κίσσινγκερ, που αποϊδεολογικοποιούσε τον ανταγωνισμό ΗΠΑ – ΕΣΣΔ, «νομιμοποιώντας», κατ’ αυτό τον τρόπο, όπως πίστευαν οι νεοσυντηρητικοί, το Σοβιετικό καθεστώς.
Επειδή, εν πάση περιπτώσει, το Δημοκρατικό Κόμμα δεν προσχώρησε στις απόψεις της ομάδας που υποστήριξε τον Henry «Scoop» Jackson και επειδή ο επόμενος μετά τον McGovern υποψήφιος και μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμμυ Κάρτερ παραήταν «ειρηνόφιλος», η ομάδα του Jackson μεταπήδησε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και άρχισε να δουλεύει για τον Ρόναλντ Ρήγκαν, ενέπνευσε δε μέρος της εξωτερικής πολιτικής του Ρήγκαν, περιλαμβανομένης της υποστήριξης των «μαχητών της ελευθερίας» εναντίον της «Σοβιετικής Αυτοκρατορίας» στο Αφγανιστάν και στην Κεντρική Αμερική (Νικαράγουα). Εξάλλου, πλειοδότησε υπέρ της κούρσας εξοπλισμών επί Ρήγκαν και υποστήριξε με πάθος τη ρητορική κατά της «αυτοκρατορίας του κακού». Ο Ρήγκαν τελικά αποστασιοποιήθηκε από τους νεοσυντηρητικούς, ιδίως κατά τη δεύτερή του θητεία, κατά παρόμοιο τρόπο με τον Μπους υιό μετά το 2005.
Παρά τις διαφορές τους, οι δύο πρώτες οικογένειες των νεοσυντηρητικών, οι νεοϋορκέζοι διανοούμενοι και οι δημοκρατικοί του Henry «Scοop» Jackson είχαν αρκετά σημεία σύγκλισης και κοινούς εχθρούς: την Aριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος, τον ηθικό σχετικισμό και τον αντιαμερικανισμό. Αυτό επέτρεψε σε αρκετούς από την πρώτη ομάδα να ενταχθούν στη δεύτερη, ενώ ορισμένοι της δεύτερης ομάδας, όπως η Jeane Kirpatric, πλησίασαν πολύ τις θέσεις της πρώτης ομάδας στα ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Γι’ αυτό, η ταμπέλα «νεοσυντηρητικοί» κατέληξε να καλύπτει και τις δύο ομάδες. (Πάντως, ένα μέρος των νεοσυντηρητικών της πρώτης «φουρνιάς» ‒ιδίως ο Irving Kristol, η πιο εμβληματική μορφή της‒ δεν συμμερίσθηκε τις απόψεις των δημοκρατικών του Henry «Scοop» Jackson).
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, τη στιγμή που ο νεοσυντηρητισμός φάνηκε ότι είχε πεθάνει, μετά τη νίκη των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο, μια τρίτη οικογένεια νεοσυντηρητικών εμφανίστηκε και συσπειρώθηκε γύρω από το The Weekly Standard (το οποίο άρχισε να εκδίδεται το 1995), το American Enterprise Institute και την Πρωτοβουλία για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα (PNAC, 1997-2006). Οι γνωστότεροι νεοσυντηρητικοί αυτής της περιόδου είναι οι: Bill Kristοl (γιος του Irving Kristοl), Robert Kagan (σύζυγος της υφυπουργού Εξωτερικών του Ομπάμα Victoria Nuland), Gary Schmitt, Max Boot και Dong Feith. Είναι ιδεολογικοί κληρονόμοι της δεύτερης ομάδας, αλλά είναι πιο εδραιωμένοι μέσα στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Το νεο-συντηρητικό περιοδικό The Weekly Standard
Οι μορφωτικές – πολιτικές καταβολές των νεοσυντηρητικών
Ο νεοσυντηρητισμός είναι ένα μείγμα τριών ιδεολογικο-πολιτικών παραδό­σεων:
1) Η πρώτη καταβολή έχει σημείο αναφοράς την ψυχροπολεμική έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας της κυβερνήσεως Τρούμαν, η οποία συντάχθηκε υπό την επίβλεψη του Paul Nitze το 1950 και έγινε γνωστή ως NSC-68. Ο Nitze ‒αντίθετα προς τους άλλους δύο συνδιαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής του Τρούμαν, τον Schlesinger και τον Niebuhr‒ πίστευε ότι η Αμερική βρίσκεται σε «θανάσιμο κίνδυνο» από τη Σοβιετική Ένωση, η οποία μετατρεπόταν σταδιακά σε στρατιωτικώς υπέρτερη των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να «φινλανδοποιηθεί» όλη η Δ. Ευρώπη. Αντίθετα, ο Schlesinger, με αφορμή τη διαφοροποίηση του Γιουγκοσλάβου κομμουνιστή ηγέτη Τίτο από τον Στάλιν, πίστευε ότι το κομμουνιστικό στρατόπεδο είχε αρχίσει να κατακερματίζεται, κάνοντας έτσι πολύ πρώιμα μια εύστοχη πρόβλεψη για πιθανό μελλοντικό σινο-σοβιετικό ρήγμα. Την ίδια στιγμή, ο Nitze συνελάμβανε τον κομμουνισμό ως μονολιθικό. Η προσέγγιση του Nitze ήταν επίσης διαφορετική από τον ρεαλισμό του Niebuhr, που ήταν αντίθετος στη μετατροπή της εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής σε ημιθρησκευτική αντικομμουνιστική σταυροφορία. Η λογική του Nitze θα οδηγήσει στην αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ και σε περιοδική υστερία για «χάσμα» εξοπλισμών και για «παράθυρα» ευαλωτότητας. Ο Nitze στη δεκαετία του ’70 έγινε ένας από τους σημαίνοντες νεοσυντηρητικούς.


Ένας από τους «πατέρες» των νεο-συντηρητικών, πρώην τροτσκιστής  Irving Kristol
2) Η δεύτερη σημαντική επιρροή στους νεοσυντηρητικούς ήταν, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η κληρονομιά του τροτσκισμού. Πολλοί από τους θεμελιωτές του νεοσυντηρητισμού, όπως ο εκδότης του Public Interest Irving Kristol και ο συνεκδότης Nathan Glazer, ήταν αρχικά τροτσκιστές. Νεώτεροι νεοσυντηρητικοί, όπως ο Joshua Muravchic, προήλθαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα σε μια εποχή που κυρίαρχη φιγούρα στο κόμμα αυτό ήταν ο πρώην τροτσκιστής Max Schachtman.
Αυτό που αποκόμισαν οι νεοσυντηρητικοί από το τροτσκιστικό παρελθόν τους ήταν μια ιδεαλιστική αντίληψη των διεθνών σχέσεων. Οι τροτσκιστές πίστευαν ότι ο Στάλιν, προσπαθώντας «να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα» και όχι μέσω της παγκόσμιας επανάστασης, δημιούργησε ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος», αντί για μια «γνήσια δικτατορία του προλεταριάτου». Οι τροτσκιστές ήταν, άλλωστε, οι πιο ακραίοι διεθνιστές στα πλαίσια του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Το 1939, ως αποτέλεσμα του συμφώνου των ναζί με τους σοβιετικούς, οι τροτσκιστές των ΗΠΑ διασπάστηκαν, με την πτέρυγα υπό τον Max Schachtman να επιτίθεται εξίσου στον γερμανικό ναζισμό και τον σοβιετικό κομμουνισμό.
Οι τροτσκιστικής αφετηρίας νεοσυντηρητικοί έτειναν να βλέπουν την εξωτερική πολιτική ως σταυροφορία. Ποτέ δεν την αντιμε­τώπισαν ρεαλιστικά ‒ με όρους, δηλαδή, εθνικού συμφέροντος και ισορροπίας δυνάμεων. Ο νεοσυντηρητισμός τους ήταν ένα είδος «αναποδογυρισμένου» τροτσκισμού, που ήθελε «να εξαγάγει τη δημοκρατία», με τα λόγια του Muravchic, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Τρότσκι οραματίσθηκε «την εξαγωγή της επανάστασης».
Περιγράφοντας τους νεοσυντηρητικούς της δεκαετίας του 1970, πολλοί στέκονται αποκλειστικά στην αντιπολίτευσή τους στον Δημοκρατικό γερουσιαστή McGovern και μετέπειτα στον Κάρτερ, ελαχιστοποιώντας την αντίθεσή τους στον Κίσσινγκερ ‒ μια αντίθεση που έπαιξε, όμως, εξίσου σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή τους ως πολιτικής τάσης. Οι νεοσυντηρητικοί σημείωσαν την πρώτη τους νίκη αμφισβητώντας τον ρεαλισμό του Κίσσινγκερ και του Νίξον. Η στρατηγική αυτών των δύο ήταν να χρησιμοποιήσουν την Κίνα ως αντίβαρο προς τη Σοβιετική Ένωση, για να εντάξουν την τελευταία σε μια «δομή ειρήνης». Με αφορμή, λοιπόν, την άρνηση των σοβιετικών να συμμορφωθούν με την τροποποίηση Jackson-Vanik του 1973 (που ζητούσε παραχωρήσεις της ΕΣΣΔ στο ζήτημα της μετανάστευσης των Εβραίων κατοίκων της προς τις ΗΠΑ, με αντάλλαγμα εμπορικές παραχωρήσεις), κατόρθωσαν να εκτροχιάσουν την ύφεση μεταξύ των δύο Υπερδυνάμεων.
3) Η τρίτη επιρροή που συνετέλεσε στη διαμόρφωση του νεοσυντηρητισμού σχετίζεται με τον καθηγητή της πολιτικής επιστήμης και φιλοσοφίας Leo Strauss (1889-1973). Εβραίος πρόσφυγας από τη ναζιστική Γερμανία, ο Strauss πίστευε ότι «η Δύση βρισκόταν σε κρίση επειδή έχασε τη βεβαιότητα για τον σκοπό της».
Στο κέντρο της προσέγγισης του Strauss βρίσκεται η απόρριψη του ιστορικισμού. Ο ιστορικισμός υποθέτει ότι κάθε ανθρώπινο έργο, επομένως και κάθε φιλοσοφία, είναι ουσιαστικά έκφραση της εποχής μέσα στην οποία γεννήθηκε. Ο τυπικός λόγιος της εποχής μας, λέει ο Strauss, πιστεύει ‒χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση αυτής της πεποίθησής του‒ ότι είναι ανώτερος σε γνώση από οποιονδήποτε από τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος, μόνο και μόνο επειδή ζει σε μια εποχή μεταγενέστερη και άρα πιο «προοδευμένη».
Πρέπει, όμως, να αναρωτηθούμε, κατά τον Strauss, όταν ερχόμαστε σε επαφή μ’ αυτούς τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος, μήπως βίωναν το άμεσο ιστορικό τους περιβάλλον σαν μια φυλακή, από την οποία έπρεπε να δραπετεύσουν, και να δεχθούμε ότι όντως δραπέτευσαν, με τον πλέον περίπλοκο, περίτεχνο και εν πολλοίς άγνωστο σ’ εμάς τρόπο, όχι μόνον οι ίδιοι, αλλά στον ένα ή τον άλλο βαθμό και ένας περιορισμένος αριθμός «φυλακισμένων» μαθητών τους. Θα πρέπει, επίσης, πλησιάζοντας τέτοιους στοχαστές, να έχουμε κατά νου ποιες ακριβώς ρητορικές στρατηγικές υιοθέτησαν, ώστε να διασφαλίσουν την επαφή τους με τα πολύ διαφορετικά ακροατήρια των αναγνωστών τους ανά τους αιώνες, και τις προκαταλήψεις τους.
Με την κριτική του αυτή στον ιστορικισμό, ο Strauss προσπαθεί να λύσει την αντίφαση που εξ αρχής διασχίζει τον Διαφωτισμό, μεταξύ της οικουμενιστικής κανονιστικής του αξίωσης (για εφαρμόσιμα «στον άνθρωπο» καθολικής ισχύος δικαιώματα, τα εφευρημένα από έναν υπεριστορικό λόγο) και της ανακάλυψης της ιστορικότητας, η οποία σχετικοποιεί κάθε παρόμοια αξίωση. Πράγματι, η επισήμανση από τον Διαφωτισμό των θεσμι­κών, πολιτισμικών, καθώς και των οικονομικών καθορισμών της ανθρώπινης ύπαρξης, καθιστά την πίστη σε μια αντικειμενική ηθική τάξη και σε απαρά­γραπτα, φυσικά και πανανθρώπινα δικαιώματα, τουλάχιστον προβληματική.
Απ’ αυτήν την άποψη, η διάκριση που κάνει ο Leo Strauss ανάμεσα σε τρία κύματα της νεωτερικότητας και η πλειοδοσία υπέρ του πρώτου και σε βάρος των άλλων δύο έχει σοβαρά προβλήματα. Παρακάμπτοντας ο ίδιος την εξ αρχής παρούσα αντίφαση μεταξύ οικουμενικών αξιώσεων και ιστορικής αιτιοκρατίας, υποστηρίζει ότι η εμπειρία του 20ού αιώνα δείχνει την ανωτερότητα αυτού που αποκαλεί πρώτο κύμα της νεωτερικότητας, του οποίου η ύπατη πολιτική έκφραση είναι, κατά τη γνώμη του, η «αντιπροσωπευτική δημοκρατία», όπως δομήθηκε από το Αμερικανικό Σύνταγμα. Το δεύτερο κύμα, με τον Ρουσσώ και τον γερμανικό ιδεαλισμό, που καταλήγει στον μαρξισμό, καθώς και το τρίτο κύμα, με τον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ, αποδείχθηκαν κατώτερα, κατά τον Strauss, οδηγώντας στον ιστορικισμό και τον ηθικό και πολιτισμικό σχετικι­σμό των ημερών μας. Συνολικά, ο Strauss θεωρεί ότι η αρχαιοελληνική δημοκρατία έχει συνάφεια με το πρώτο κύμα της νεωτερικότητας, παρότι αναγνωρίζει ότι η λησμονιά των πρωταρχικών ερωτημάτων, που έθεσε η ελληνική φιλοσοφία, ήταν το τίμημα που κατέβαλε ο νεωτερικός άνθρωπος στην προσπάθειά του να αποκτήσει πλήρη αυτοκυριαρχία και να καταστεί κύριος της φύσης, καθώς και να νικήσει την τυχαιότητα.
Ειδικά, τώρα, σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις, οι θεωρητικοί που εμπνέονται από τον Leo Strauss επιχείρησαν μια επανερμηνεία του Θουκυδίδη, του πατέρα της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων, η οποία προσπαθεί να φέρει στο φως έναν υποτιθέμενο ισχυρό δεσμό του Θουκυδίδη με τους μετασωκρατικούς.
Σε αντίθεση με τους ρεαλιστές ‒που πιστεύουν ότι ο Θουκυδίδης μας λέει πως είναι αδύνατο να σταθεροποιηθεί επ’ αόριστον η ισορροπία των αντίπαλων δυνάμεων (που είναι η αντικειμενική προϋπόθεση των ειρηνικών καταστάσεων) και ότι επίσης είναι αδύνατον να σταθεροποιηθούν και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις της ειρήνης (που είναι οι κραταιοί θεσμοί και η αρετή) και, άρα, η επιδίωξη διαρκούς ειρήνης είναι ανόητη φλυαρία και ανόητη φιλοδοξία‒ οι μαθητές του Strauss πιστεύουν ότι κεντρικό θέμα του Θουκυδίδη είναι μια διερεύνηση της πραγματικής σημασίας της δικαιοσύνης στις σχέσεις μεταξύ των κρατών.
Η νέα αυτή προσέγγιση του Θουκυδίδη εκθέτει ανεπανόρθωτα, υποτίθεται, την αποκαλούμενη ρεαλιστική και νεορεαλιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων, ως μη ρεαλιστική, καθώς αποτυγχάνει να λάβει υπ’ όψιν της πόσο δραστικά επηρεάζεται η συμπεριφορά των κρατικών δρώντων από τη διαφοροποίηση της φύσης των καθεστώτων τους και τα ανταγωνιζόμενα αξιακά συστήματα των κρατών. Ο Strauss άσκησε, μ’ αυτό τον τρόπο, έντονη επιρροή στον εκδότη του περιοδικού Commentary Norman Podhoretz και τον στρατιωτικό αναλυτή Paul Wolfowitz.


Η επιδίωξη «εκδημοκρατισμού»των μουσουλμανικών χωρών
Η επικράτηση των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο δημιούργησε στη Δύση ‒και κυρίως στην Αμερική‒ την ψευδαίσθηση της πλήρους και οριστικής επικρά­τησης του δυτικού πολιτισμού, του «τέλους της Ιστορίας», όπως υποστήριξε ο Fukuyama.
Η 11η Σεπτεμβρίου του 2001, με την καταστροφή των δίδυμων πύργων στη Νέα Υόρκη, έθεσε τέλος σ’ αυτή την ευφορία και ήρθε με τραγικό τρόπο να υπογραμμίσει την εγγενή αναρχία του πεδίου των διεθνών σχέσεων, πράγμα που καθιστά την αυτοβοήθεια των εθνών (τη βασισμένη στην αποτρεπτική ισχύ και την αποσόβηση των αποσυνθετικών διαδικασιών στο εσωτερικό των κρατών) υποχρεωτική επιλογή, για την επιβίωση ανάμεσα σε κρατικούς δρώντες με αντικρουόμενα συμφέροντα.
Οι νεοσυντηρητικοί αντέδρασαν στην τρομοκρατία της Αλ-Κάιντα, ισχυρι­ζόμενοι ότι η ρίζα του προβλήματος βρισκόταν στην «απουσία της δημοκρατίας» από τη Μέση Ανατολή. Η λύση, κατ’ αυτούς, ήταν προφανής: «εξαγωγή εκεί της δημοκρατίας», με αφετηρία το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, και τελικά «διάδοσή» της σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Ο φιλοπόλεμος ιδεαλισμός αποτέλεσε τη βάση του «πιστεύω» των νεοσυντηρητικών.
Η Αμερική, σύμφωνα με αυτούς, δεν μπορεί να συμπεριφέρεται όπως οι άλλες μεγάλες Δυνάμεις και να αδιαφορεί για τη φύση των καθεστώτων και την τύχη της «ελευθερίας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Οι νεοσυντηρητικοί τονίζουν ότι την πεποίθηση αυτή τη συμμερίζονται και πολλοί στην αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, και όχι μόνον τα γεράκια του. Η προεδρία Κλίντον, για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1990, με τον «ανθρωπιστικό παρεμβατισμό» της στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ενήργησε αποφασιστικά, σε αντίθεση με τις συστάσεις ρεαλιστών, όπως ο James Baker και ο Colin Powel.
Η ιδιαιτερότητα των νεοσυντηρητικών είναι ο συνδυασμός της «εξαγωγής της δημοκρατίας» με τη «μυώδη» ένοπλη επιβεβαίωση της αμερικανικής ισχύος, ένα μείγμα που προσφυώς αποκλήθηκε «ιδεαλισμός με αρβύλες». Γι’ αυτό και οι νεοσυντηρητικοί υποστήριζαν σταθερά την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Η άποψη αυτή τούς φέρνει σ’ έναν βαθμό σε σύγκρουση με τους νεοφιλελεύθερους –που επιδιώκουν δημοσιονομική πειθαρχία και ανησυχούν για τα διευρυνόμενα ελλείμματα του προϋπολογισμού–, καθώς και με υποστηρικτές της Αριστεράς, που επιθυμούν η Αμερική να ξοδεύει περισσότερα για «βούτυρο» παρά για «κανόνια». Η «εξαγωγή της δημοκρατίας» δεν συνδυάζεται μόνον με τον μιλιταρισμό των νεοσυντηρητικών, αλλά και με τον διεθνισμό τους. Θεωρούν ότι η «δημοκρατία» και τα «ανθρώπινα δικαιώματα» προορίζονται για τον καθένα.
Η έμφαση στη χρήση στρατιωτικής ισχύος εξηγεί και τη ροπή τους προς τον «μονομερισμό», σε βάρος της πολυμερούς διπλωματίας. Ο μονομερισμός τονίζει τη σημασία της αμερικανικής ισχύος και πρωτοκαθεδρίας. Η Αμερική δεν πρέπει να περιορίζεται στη δυνατότητά της να ενεργήσει ούτε από πολυμερείς θεσμούς, όπως ο ΟΗΕ, ούτε από τις οποιεσδήποτε συμφωνίες, που έτσι και αλλιώς δεν τις σέβονται τα «κακοποιά» κράτη. Σύμφωνα με την προσέγγιση των νεοσυντηρητικών, ο ΟΗΕ δεν είναι μόνον «αναπο­τελε­σμα­τι­κός», αλλά και «αντιδημοκρατικός». Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ δίνει, για παράδειγμα, την ίδια δύναμη στη Λιβύη με αυτήν που δίνει στην Ινδία. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι ακόμη πιο προβληματικό. Γιατί μια «τυραννία», όπως η Κίνα, και μια «ημιδικτατορία», όπως η Ρωσία του Πούτιν, να έχουν δικαίωμα βέτο πάνω σ’ αυτά που επιδιώκει η «διεθνής κοινότητα»;
Το μοντέλο της συλλογικής δράσης που προτιμούν οι νεοσυντηρητικοί είναι οι «συμμαχίες των προθύμων», συνεργασίες Δημοκρατιών δηλαδή, όπως στον πόλεμο στο Ιράκ, επί Μπους υιού, όπου οι «πρόθυμοι» καλούνται να συστρατευθούν σε μια κοινή προσπάθεια, τους όρους της οποίας τούς καθορίζει η Ουάσιγκτον. Η αποστολή ορίζει τη συμμαχία – όχι το ανάποδο. Πιστεύουν βαθιά ότι ο πιο ορθός τρόπος να αποσπασθεί η συνεργασία των άλλων κρατών είναι η αποφασιστικότητα των ΗΠΑ.
Οι πέντε βασικοί πυλώνες του νεοσυντηρητισμού που αναφέρθηκαν («εκδημοκρατισμός», μιλιταρισμός, διεθνισμός, πρωτοκαθεδρία και μονομε­ρισμός) δοκιμάσθηκαν στην περίπτωση του Ιράκ και απέτυχαν.
Δεδομένων των εθνοτικών διαφορών στο Ιράκ, καθώς και της χιλιετούς σύγκρουσης μεταξύ σουνιτών και σιϊτών, με τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους να περνάει μέσα από την ίδια τη Βαγδάτη, η απόπειρα «εκδημοκρατισμού» της χώρας μέσω της στρατιωτικής κατοχής και η προσδοκία ριζικής μεταβολής μέσα σε πολιτικά εύλογο διάστημα αποδείχθηκαν ουτοπικά. Η εδραίωση μιας «πλουραλιστικής δημοκρατίας» υπήρξε απείρως δυσκολότερη από την ανατροπή του σουνίτη δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν. Κάθε κοινότητα (οι Κούρδοι στον Βορρά, οι σιΐτες –που αποτελούν την πλειοψηφία– και οι μειοψη­φούντες σουνίτες) αντιμετώπιζε ολοένα και περισσότερο τη μεταπολεμική τάξη ως μια μάχη μέχρις εσχάτων για την εξασφάλιση εξουσίας, εδαφών και εσόδων από το πετρέλαιο.


Οι νεοσυντηρητικοί και η Ρωσία του Πούτιν
Παρότι μετά την αποτυχία του πειράματος βίαιου «εκδημοκρατισμού» στο Ιράκ οι νεοσυντηρητικοί φάνηκε να πέφτουν σε ανυποληψία, μια ματιά στη συνεχιζόμενη παρουσία τους στην πολιτική σκηνή στην Ουάσιγκτον και στη μάχη των ιδεών διαψεύδει αυτόν τον ισχυρισμό.
Το 2008, για παράδειγμα, ο Robert Kagan, με το δοκίμιο «Η επιστροφή της Ιστορίας και το τέλος των ονεί­ρων», περιέγραψε το αναδυόμενο τοπίο των διεθνών σχέσεων ως έναν αγώνα ανάμεσα στις Δημοκρατίες, αφ’ ενός, και στα ανερχόμενα, με ολοένα και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αυταρχικά κράτη, των οποίων ηγούνται η Ρωσία και η Κίνα, αφ’ ετέρου. Οι νεοσυντηρητικοί, μετά τον πόλεμο στο Ιράκ, πίεζαν αρχικά για βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, ενώ τώρα επιτίθενται στη Ρωσία του Πούτιν – χωρίς να ξεχνούν να υποστηρίζουν, όπως πάντα, το Ισραήλ.
Οι νεοσυντηρητικοί, επιδιώκοντας να προωθήσουν έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο απέναντι στη Ρωσία, δεν απειλούν πλέον μόνον την ευρωστία και το όποιο κύρος της Αμερικής, όπως έκαναν με τους κακά υπολογισμένους περιφε­ρειακούς πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και την κατασπατάληση τρισεκατομμυρίων δολαρίων, τη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, καθώς και την αποσταθεροποίηση ολόκληρων περιοχών του πλανήτη – στη Μέση Ανατολή, μέρος της Αφρικής και τώρα της Ευρώπης. Διακινδυνεύουν έναν πυρηνικό πόλεμο, θέτοντας σε κίνδυνο τη συνέχιση της ίδιας της ζωής στον πλανήτη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Victoria Nuland, υφυπουργός Εξωτερικών του Ομπάμα και σύζυγος του γνωστού νεοσυντηρητικού Robert Kagan, διηύθυνε προσωπικά το πραξικόπημα στο Κίεβο της Ουκρανίας και επέλεξε τα πρόσωπα που απάρτισαν την κυβέρνηση, καθώς και τον πρόεδρο της νέας αμερικανικής αποικίας στον ποταμό Δνείπερο, της Ουκρανίας. Μετά την εγκατάσταση ενός έντονα αντιρωσικού καθεστώτος στην «αυλή» της Ρωσίας –και μάλιστα σε μια χώρα που μέχρι τη δεκαετία του ’50 ανήκε στη Ρωσική Ομοσπονδία και αποτέλεσε ιστορικά το λίκνο του ρωσικού έθνους–, οι πραξικοπηματίες εξαπέλυσαν νεοναζιστικές πολιτοφυλακές εναντίον των ρωσόφιλων Ουκρανών των ανατολικών επαρχιών, που αντιστέκονται στην «αλλαγή καθεστώτος».
Θα πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι η εξωτερική πολιτική του Ομπάμα διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από ρεαλιστές και ότι στην πάλη γραμμών στους κόλπους της κυβέρνησης Ομπάμα μεταξύ ρεαλιστών και νεοσυντη­ρητικών νικούν, όχι κατά κράτος βέβαια, οι ρεαλιστές – όπως δείχνει, για παρά­δειγμα, η άρνηση του Ομπάμα να επέμβει στη Συρία και η συνεννόησή του με τον Πούτιν για την παράδοση των χημικών όπλων του καθεστώτος Άσαντ, καθώς και η προώθηση της συμφωνίας με το Ιράν για τα πυρηνικά.
Συνολικά, η προεδρία Ομπάμα αποτιμάται από εξέχοντες νεοσυντη­ρητικούς ως στηριζόμενη στην υπόρρητη παραδοχή ότι η Αμερική έχει εισέλθει σε ανεπίστρεπτη παρακμή και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να προσαρμοσθεί σε έναν μετα-αμερικανικό κόσμο και να έλθει σε συμβιβασμό με τις άλλες μεγάλες Δυνάμεις.


Οι προκριματικές εκλογές στις ΗΠΑ
Το 2016 οι νεοσυντηρητικοί έκαναν αισθητή την παρουσία τους παίρνοντας θέση πάνω στην προεκλογική εκστρατεία για το προεδρικό χρίσμα των υποψηφίων των δύο κομμάτων, υπογράφοντας μια ανοιχτή επιστολή στην οποία απειλούσαν ότι, αν ο Ντόναλντ Τραμπ επιλεγεί ως υποψήφιος πρόεδρος του Ρεπουμπλικανού Κόμματος, θα εγκαταλείψουν το κόμμα – και μάλιστα ορισμένοι από αυτούς θα προσχωρήσουν στο στρατόπεδο της Χίλαρυ Κλίντον, όπως ο Robert Kagan. Την απειλή αυτή των νεοσυντηρη­τικών θα την καταλάβει κανείς πλήρως αν εγκύψει στις θέσεις των υποψη­φίων για θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Ο Ντόναλντ Τραμπ απέσπασε την προσοχή των ΜΜΕ διεθνώς με τις εμπρηστικές του δηλώσεις ότι, αν εκλεγεί, θα εκτοπίσει 11 εκατομμύρια παράνομους μετανάστες και ότι θα απαγορεύσει την είσοδο μουσουλμάνων στις ΗΠΑ. Όμως, δεν είναι όλες οι θέσεις του εξίσου αποκρουστικές και άκομψες. Έτσι, στην αρχή, τουλάχιστον, της προεκλογικής του εκστρατείας, μίλησε για σπατάλη και λανθασμένες προτεραιότητες στις στρατιωτικές δαπάνες. Καταδίκασε τις επεμβάσεις στο Ιράκ και τη Λιβύη, με βάση το τεράστιο κόστος τους και την αποτυχία τους. Οι δύο πόλεμοι ήταν, κατά τον Τραμπ, μια γκάφα ολκής και κατέστρεψαν τις χώρες αυτές (όσο άσχημα κι αν κυβερνιόνταν), αποσταθεροποίησαν μια περιοχή του κόσμου και έβλαψαν τα αμερικανικά συμφέροντα. Ο Τραμπ απέρριψε μια αποστολή χερσαίων δυνάμεων στη Συρία, αλλά αντιμετωπίζει το Ισλαμικό Κράτος ως σοβαρή απειλή και υποσχέθηκε να το βομβαρδίσει ανελέητα, αδιαφορώντας για απώλειες ζωών αμάχων. Ο Τραμπ πιστεύει ότι μπορεί να τα πάει καλά με τον Πούτιν και δεν βλέπει το ουκρανικό πρόβλημα ως ζωτικό για την Ουάσιγκτον. Είναι ο μόνος υποψήφιος που επιδιώκει ύφεση στις σχέσεις με τη Μόσχα και μιλάει ακόμη και για διάλυση του ΝΑΤΟ, που έχασε, όπως λέει, τη χρησιμότητά του. Στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, ο Τραμπ διακήρυξε ότι θα επαναφέρει τα βασανιστήρια εναντίον υπόπτων, υποστηρίζοντας ακόμη και τη θανάτωση των οικογενειών των τρομοκρατών ως αποδεκτή «παράπλευρη απώλεια». Τέλος, σε ό,τι αφορά στη συμφωνία για τα πυρηνικά με το Ιράν, είπε ότι θα την αποδεχθεί, αλλά θα την αστυνομεύσει λεπτομερώς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Τραμπ δημιούρ­γησε ανησυχίες στο εβραϊκό λόμπυ, επειδή είπε ότι θα κρατήσει μια ισορρο­πημένη στάση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων. Στη συνέχεια, όμως, της προεκλογικής του εκστρατείας για το χρίσμα, ο Τραμπ «στρογγύλεψε» τις θέσεις του, κυρίως σε ό,τι αφορά στη σχέση των ΗΠΑ με το Ισραήλ, ενδίδοντας εν πολλοίς στις εμμονές του Ισραήλ εναντίον του Ιράν.
Η Χίλαρυ Κλίντον, με τη σειρά της, θα προσφέρει, όπως λέει, βοήθεια στην Ουκρανία και θα επεκτείνει το ΝΑΤΟ, για να συμπεριλάβει την Ουκρανία και τη Γεωργία – μια ευθεία απειλή κατά της ρωσικής ασφάλειας και κατά της παγκό­σμιας ειρήνης. Η Χίλαρυ υποστηρίζει τη δημιουργία ζωνών απαγόρευσης πτήσεων στη Συρία, γεγονός που θα αυξήσει την εμπλοκή των ΗΠΑ και το ρίσκο σύγκρουσης με τη Ρωσία και άλλους μετέχοντες στον πόλεμο. Επιδιώκει αλλαγή καθεστώτος στη Συρία, και την «απόσυρση» του Άσαντ ως προαπαιτούμενο για μια συμφωνία ειρήνευσης. Η Χίλαρυ αποδέχεται τη συμφωνία με το Ιράν, αλλά μιλάει για απαρέγκλιτη πίεση για την τήρησή της και απειλεί να επαναφέρει τις κυρώσεις κατά του Ιράν. Από όλους τους υποψηφίους είναι η πλησιέστερη στις θέσεις του Ισραήλ και έχει κατ’ επανάληψιν υποσχεθεί να προαγάγει τη διμερή σχέση σε ένα «νέο επίπεδο».
Στην Αμερική, λοιπόν, το πολιτικό σύστημα, περιλαμβανομένων και των νεοσυντηρητικών, έχει αιφνιδιαστεί από την εξέγερση της εργατικής τάξης και της φτωχοποιούμενης μικρομεσαίας τάξης των λευκών Αμερικανών κατά των παγκοσμιοποιημένων ελίτ. Οι εξεγερμένοι έχουν βρει προσωρινά καταφύγιο στην υποψηφιότητα του Τραμπ. Έχουν ασπαστεί μια απλοϊκή πρόταση για τη βελτίωση της ζωής τους: να κτίσουν τείχη, για να μην περνούν ούτε εισαγωγές, ούτε μετανάστες, που «τους στερούν την ευημερία τους». Οι κοινωνικές αυτές δυνάμεις συσπειρώνονται γύρω από το σύνθημα: «Κάνε την Αμερική μεγάλη ξανά». Η λέξη-κλειδί σ’ αυτό το σύνθημα είναι η λέξη «ξανά». Ομολογείται, αν και υπό τύπον καυχήσεως, ότι οι ΗΠΑ δεν είναι τόσο μεγάλη Δύναμη, όπως στο παρελθόν, και ότι έχουν μπει σε πορεία παρακμής, η οποία βέβαια θα αναστραφεί υπό την ηγεσία του Τραμπ. Ο Τραμπ θα επαναφέρει, υποτίθεται, την Αμερική στις παλιές δοξασμένες μέρες της.
Στη ρητορική των άλλων υποψηφίων, η ομολογία περί παρακμής των ΗΠΑ είναι ταμπού. Η Αμερική (ΗΠΑ) παρουσιάζεται ως η μεγαλύτερη Δύναμη του πλα­νήτη, ως εξαίρεση, ως απαραίτητη κ.λπ. Τα επίθετα αυτά δεν τα χρησιμο­ποιού­σαν οι Αμερικανοί πολιτικοί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν η αμε­ρικανική ισχύς ήταν αδιαμφισβήτητη και οι χαρακτηρισμοί αυτοί αυτονόη­τοι. Άρχισαν να χρησιμοποιούνται μόνο μετά την «πικρή ήττα» στον πόλεμο του Βιετνάμ, από την οποία δεν μπόρεσε να συνέλθει η Αμερική, πλήρως τουλάχιστον, ποτέ. Ως παράδειγμα της παρακμής μπορεί να αναφερθεί η μετάβαση από έναν απολύτως πετυχημένο στρατό κληρωτών σε έναν στρατό μισθοφόρων, εξοπλισμένων με την τελευταία λέξη της τεχνο­λογίας (η μετά­βαση από τον «Τζων Γουέην» στον «Ράμπο»), με περιορισμένες όμως επιτυχίες στα πεδία των μαχών σε σχέση με το παρελθόν.


Μια συνολική αποτίμηση του νεοσυντηρητισμού
Συνολικά αποτιμώμενος, ο νεοσυντηρητισμός υπήρξε ένα εύθραυστο ανάχωμα στην πορεία παρακμής, που εγκαινιάσθηκε με την ήττα στο Βιετνάμ και με το πέρασμα στον μεταμοντερνισμό και τον αχαλίνωτο ευδαιμονιστικό ατομικισμό. Σήμερα φαίνεται να υπερφαλαγγίζεται από νεοεθνικές και νεοθρησκευτικές τάσεις – τάσεις που μοιάζουν και στην Αμερική και στην Ευρώπη να μονοπωλούνται από την Ακροδεξιά και τον φονταμενταλισμό, αλλά έχουν μια πολύ βαθύτερη, αν και όχι άμεσα ορατή ακόμη, βάση. Μάλιστα, η θορυβώδης καπηλεία και εκμετάλλευση αυτών των τάσεων από την Ακροδεξιά και τον φονταμενταλισμό αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, να μπλοκάρει την επεργασία της διάχυτης οργής κατά των ελίτ και τις υποδόριες διαδικασίες συνειδησιακής μεταστροφής.
Ειδικότερα, τώρα, σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική των νεοσυντη­ρητικών, θα πρέπει να τονιστεί ότι αμφισβήτησαν ευθέως το βεστφαλιανό διεθνές σύστημα. Στην Ευρώπη, από το 1648, με την Ειρήνη της Βεστφαλίας, είχε θεμελιωθεί μια τάξη πραγμάτων βάσει του διαχωρισμού των ηθικο-θρησκευτικών αρχών από τα πολιτικά εγχειρήματα, επειδή οι προηγούμενες προσπάθειες επιβολής μιας ενιαίας θρησκείας στο πλήθος των διαφορετικών λαών της Ευρώπης είχαν καταστροφικά αποτελέσματα. Ο Τριακονταετής Πόλεμος, που είχε προηγηθεί, είχε οδηγήσει σε μια γενική κόπωση, η οποία και επέτρεψε τη δημιουργία ενός νέου διεθνούς συστήματος, του βεστφαλιανού, βασική παραδοχή του οποίου είναι η αρχή της μη ανάμειξης στο εσωτερικό των κυρίαρχων κρατών.
Οι αμερικανικές αξίες, όπως αποτυπώνονται στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, κατανοούνται από τους πολίτες τους ως οικουμενικές. Το Κράτος αντλεί την κυριαρχία του από την υπεράσπιση του δικαιώματος των ατόμων «στην επιδίωξη της ευτυχίας». Κατά συνέπεια, οι ανά τον κόσμο κυβερνήσεις που δεν εφαρμόζουν αυτήν την αρχή δεν είναι απολύτως νόμιμες. Εισάγεται έτσι ένα στοιχείο πρόκλησης και ανατροπής στο βεστφαλιανό διεθνές σύστημα, βασική παραδοχή του οποίου είναι η αρχή της μη ανάμειξης, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Απ’ αυτήν την άποψη, ο νεοσυντηρητισμός, με τον φιλοπόλεμο ιδεαλισμό του, τον «ιδεαλισμό με αρβύλες», μοιάζει να αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή στην αμερικανική ψυχή. Κάθε φορά που οι ΗΠΑ δοκιμάζονται από κάποια κρίση ή σύγκρουση –στη διάρκεια της ψυχροπολεμικής περιόδου και, τώρα, με τις αναταραχές στον ισλαμικό κόσμο–, στρέφονται στο όραμα των νεοσυντη­ρητικών για μια παγκόσμια τάξη που θα εξασφαλίζει την ειρήνη μέσα από την «παγκοσμιοποίηση της δημοκρατίας».
Παρ’ όλον, πάντως, τον πολυδιαφημισμένο «ιδεαλισμό» τους και τις συνεχείς αναφορές στη «διάδοση της δημοκρατίας», οι νεοσυντηρητικοί υπήρξαν πολύ πρόθυμοι να υποστηρίζουν φιλοαμερικανικά, αλλά ταυτόχρονα βαθιά αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Η Jeane Kirpatric, με τη μελέτη της Δικτατορίες και διπλά στάνταρντ (1979), που συνετέλεσε στη διαμόρφωση της θέσης των νεοσυντηρητικών για υποστήριξη φιλοαμερικανικών δικτατοριών, ήταν απλά και χωρίς καμία δικαιολογία κυνική, παρά την καταφυγή σε διακρίσεις μεταξύ «δικτατορίας» και «ολοκληρωτισμού», που η μεν πρώτη καταρρέει και παρακμάζει «εύκολα», ενώ ο δεύτερος «πολύ δυσκολότερα».
Αλλά το πρόβλημα με τους νεοσυντηρητικούς δεν είναι ότι υπήρξαν ασυνεπείς προς τα ίδια τους τα «πιστεύω» μόνον. Τα βασικά προβλήματα στην προσέγγισή τους είναι δύο: Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι η «δημοκρατία» δεν είναι εξαγώγιμο είδος, και μάλιστα διά των όπλων, αλλά δυνητικά ενδογενής κατάσταση. Το δεύτερο σχετίζεται με την πλήρη αδυναμία τους να κατανοήσουν ότι, χωρίς θέσμιση του διεθνικού κοινωνικού πεδίου, χωρίς μια παγκόσμια κυβέρνηση εν τέλει, δεν μπορεί να σταματήσει το όποιο διεθνικό κακό και οι πόλεμοι μεταξύ των εθνών. Η πεποίθησή τους ότι αυτό μπορεί να γίνει με ειδικές δράσεις επί των ίδιων των κρατών, με τον «εκδημοκρατισμό» των καθεστώτων τους ώστε τα κράτη, ως «δημοκρατικά» πλέον, να έχουν ευγενή και φιλειρηνικά κίνητρα, είναι εντελώς αβάσιμη. Διότι, ενώ κανείς μπορεί πράγματι να διακρίνει μεταξύ «καλών» και «κακών» κρατών όταν αποτιμά την εσωτερική συμπεριφορά τους προς τους πολίτες τους, όμως αυτού του είδους οι διακρίσεις μάς λένε σχετικά λίγα πράγματα για τη διεθνή πολιτική. Όσο απομακρυσμένο κι αν είναι το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας κυβέρνησης, αυτή και μόνον αυτή θα μπορούσε να εγγυηθεί την παγκόσμια ειρήνη και όχι η αλλαγή καθεστώτων στο εσωτερικό των κρατικών δρώντων, ακριβώς όπως η επιβολή του νόμου στα πλαίσια μιας επικράτειας είναι η μόνη που μπορεί να διασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη και να περιορίσει δραστικά την αυτοδικία.
Για τους αντικειμενικούς παρατηρητές, θα πρέπει να είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ άλλα λένε κι άλλα κάνουν. Ήδη από το 1939, ο Carr τόνιζε ότι τα κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου θεωρούν τους αγγλόφωνους λαούς ως «μαιτρ της τέχνης να κρύβουν τα εγωιστικά τους εθνικά συμφέροντα κάτω από τον μανδύα της επιδίωξης του γενικού καλού», προσθέτοντας ότι «αυτού του είδους η υποκρισία είναι ένα ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό γνώρισμα του αγγλοσαξωνικού νου».

ΠΗΓΕΣ:
Παναγιώτης Κονδύλης, Συντηρητισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010.
John J. Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, Εκδόσεις Ποιότητα. 6η έκδοση, Αθήνα 2011.
Henry Kissinger, Παγκόσμια Τάξη, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ΟΕ, Αθήνα, 2014.
Justin Vaisse, Why neoconservatism still matters, Foreign Policy at Brookins.
John B. Judis, «Trotskyism to Anachronism: The neoconservative Revolution», Review essay, Ιούλ.-Αύγ. 1995.
Rupert Cornwelle, «Τhe Big Question: What is neo-conservatism and how influential is it today?», 12 Σεπτεμβρίου 2006.
Jefrey Goldberg, «The Obama Doctrine», The Atlantic magazine, Απρίλιος 2016.
Θεόδωρος Ζιάκας, «Ο Κώστας Ζουράρις και η παράξενη ιλιαδο-ρωμιοσύνη», ιστοσελίδα Antifono.gr (για τη σημασία του Θουκυδίδη.)
Publius Decius Mus., «Toward a sensible, Coherent Trumpism», The Unz Review, 10 Μαρτίου 2016.
«Are the neo-conservatives going to rejoin the Democratic Party?», Voltaire Network, 4 Μαρτίου 2016.
James Petras, «The rise of the Jewish Policy elite: Meritocracy, Myth and Power», The Unz review.
Robert Perry, «Are Neocons an Existential Threat?» ιστοσελίδα Consortiumnews.com, 15 Σεπτεμβρίου 2015.
Philip Giraldi, «Rating the Candidates», The Unz Review, Απρίλιος 2016.
Thomas L. Pangle, Leo Strauss. An Introduction to his thought and intellectual legacy, The John Hopkins University press, Βαλτιμόρη 2006.

ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.