
Εάν πράγματι η χώρα μετάνιωσε για την πολιτική εξαπάτησης των εμπορικών της εταίρων και θέλει ειλικρινά να αλλάξει, όπως παραδόξως ισχυρίζεται η Handelsblatt, θα έπρεπε να την αντιστρέψει – να επιβάλει δηλαδή τα αντίθετα μέτρα. Επομένως να αυξήσει τους μισθούς, ανάλογα με την παραγωγικότητα της εργασίας της και τον πληθωρισμό – οπότε να αναθερμάνει την εγχώρια ζήτηση της, με αποτέλεσμα την άνοδο των εξαγωγών των άλλων χωρών στην αγορά της και την εξάλειψη των πλεονασμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, οπότε των εξ αυτών ελλειμάτων των εμπορικών της εταίρων. Θα το κάνει; Κατά την άποψη μας όχι – αντίθετα, θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί την αδύναμη θέση των εταίρων της που δεν μπορούν να αναπτυχθούν ανάλογα, λόγω των υψηλών δημοσίων χρεών τους ως προς το ΑΕΠ, ενώ της ίδιας είναι πολύ χαμηλά, καθώς επίσης να αποπροσανατολίσει, να κοροϊδέψει καλύτερα τις ΗΠΑ.
.
Ανάλυση

Ενώ η φορολογική ληστεία των Ελλήνων ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, μέσω των «λεφτόδενδρων» που ανακάλυψε ο Κ. Χατζηδάκης, δηλαδή των τεκμηρίων κερδοφορίας των ελευθέρων επαγγελματιών, της διατήρησης των ίδιων φορολογικών συντελεστών στις αυξημένες τιμές, της ανόδου των φορολογικών εσόδων με τη βοήθεια της αύξησης του ΑΕΠ από τη μείωση της παραοικονομίας (*σημείωση στο τέλος του κειμένου), της μη τιμαριθμοποίησης των φορολογικών κλιμάκων, της φορολόγησης των ενοικίων από το πρώτο ευρώ με 15% χωρίς αφορολόγητο όριο (έως 45%), των πράσινων τελών για τον τουρισμό κοκ., στη Γερμανία δρομολογούνται πρωτοφανή μέτρα – με στόχο την αλλαγή του παραγωγικού της μοντέλου πραγματικά και όχι θεωρητικά, όπως στην Ελλάδα.
Κατ’ αρχήν κυκλοφόρησε νομοσχέδιο για ένα ειδικό ταμείο ύψους 500 δις € (πηγή), όπου τα κρατίδια αναλαμβάνουν τα 100 δις € και το ομοσπονδιακό κράτος τα 400 δις € – σκοπός του οποίου είναι η ανακαίνιση των υποδομών της χώρας. Εκτός αυτού, δρομολογείται ένα πακέτο της τάξης των 500 δις € για αμυντικές δαπάνες – κάτι που οφείλει να προβληματίσει όλους εμάς τους Ευρωπαίους, έχοντας βιώσει τους δύο παγκοσμίους πολέμους (ανάλυση).
Επί πλέον, με στόχο να ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις για να επενδύσουν περισσότερα, θα χορηγηθούν γενναιόδωρες αποσβέσεις για τρία χρόνια (φυσικά στηρίζει το ενεργειακό κόστος, εξασφαλίζοντας στη βιομηχανία της χαμηλότερες τιμές), ξεκινώντας από αμέσως – ενώ, στη συνέχεια, πρόκειται να μειωθεί κατά 1% ετησίως ο συντελεστής εταιρικού φόρου για πέντε χρόνια, από το 15% στο 10%, ξεκινώντας από το 2028 (πηγή, Körperschaftsteuer für Kapitalgesellschaften).
Η αντιστροφή αυτή της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας από τη νέα κυβέρνηση της, σκοπεύει να ανοίξει το δρόμο για ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο – κατά την ίδια με λιγότερη έμφαση στις εξαγωγές και περισσότερη στην εγχώρια ζήτηση. Σημειώνεται δε ότι, κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού και της ενεργειακής, η Γερμανία είχε αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις της κατά 2,9% του ΑΕΠ για να στηρίξει την οικονομία – με αποτέλεσμα το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της να μειωθεί στο 5,8% από 7,9% του ΑΕΠ της, μεταξύ των ετών 2019 και 2024.
Βέβαια, για την Ελλάδα που έχει συνεχή ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της (γράφημα, υποδηλώνουν πως μία χώρα καταναλώνει περισσότερα από όσα παράγει και χρεώνεται στο εξωτερικό), ενώ έχουν αυξηθεί από 1,5% του ΑΕΠ το 2019 στο 6,3% το 2024 παρά τον πληθωρισμό που αύξησε το ΑΕΠ, τα παραπάνω μεγέθη θα ήταν ιδανικά – για τη Γερμανία όμως όχι.

Εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, ως ποσοστό του ΑΕΠ
Σε κάθε περίπτωση, από το πρόγραμμα της Γερμανίας φαίνεται καθαρά τι ακριβώς απαιτεί η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου μίας χώρας – επίσης το ότι, η ελληνική κυβέρνηση κάνει το ακριβώς αντίθετο, υπερφορολογώντας μέχρι θανάτου επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ακόμη χειρότερα, έχει αποδεχθεί τη μη συμμετοχή της Ελλάδας στο αμυντικό πρόγραμμα SAFE της ΕΕ, όταν θα συμμετέχει ακόμη και η Τουρκία, παραδοσιακή σύμμαχος της Γερμανίας – με χαμηλότοκα δάνεια, με δεκαετή περίοδο χάριτος και με αποπληρωμή έως 45 έτη.
Η αποδοχή της μερκαντιλιστικής ληστείας
Συνεχίζοντας, αποτελεί σίγουρα έκπληξη η αναγνώριση εκ μέρους της Γερμανίας του γεγονότος ότι, τα πλεονάσματα μίας χώρας δημιουργούν αναπόφευκτα ελλείμματα στις άλλες, με τελικό αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν προβλήματα – κάτι που έχουμε επανειλημμένα τονίσει, όπως με το άρθρο μας για την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα (ανάλυση).
Επί πλέον, ξαφνικά ένα κορυφαίο γερμανικό μέσο ενημέρωσης, όπως η Handelsblatt, παραδέχεται πως η Γερμανία θεωρούταν προβληματική περίπτωση εντός της Ευρωζώνης – λόγω των υπερβολικών πλεονασμάτων της που είναι παράνομα, σύμφωνα με τους κανόνες του ευρώ. Ακόμη περισσότερο, η Handelsblatt φέρνει αντιμέτωπους τους αναγνώστες της με το γεγονός ότι, από την αρχή της χιλιετίας οι γερμανικές εταιρίες έχουν γίνει καθαροί αποταμιευτές – με την έννοια ότι, προτιμούν να συσσωρεύουν τα κέρδη τους ως αποθεματικά, παρά να επενδύουν.
Εν τούτοις γράφει πως οι γερμανικές εταιρίες αποταμιεύουν, τα ιδιωτικά νοικοκυριά επίσης, οπότε η κυβέρνηση έχει καταφέρει να επιτύχει ένα πραγματικό θαύμα – να διατηρεί δηλαδή παρ’ όλα αυτά, έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Εν προκειμένω δεν αναφέρει ότι, το παραπάνω γερμανικό «όργιο λιτότητας» ήταν εφικτό, απλά και μόνο λόγω των υπέρογκων πλεονασμάτων της χώρας – μέσω των οποίων είχε διασφαλίσει ότι, δεν θα χρεωνόταν το δημόσιο για να εξισορροπήσει τις αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή την αφαίρεση ζήτησης (ανάλυση) που είναι τροχοπέδη για την ανάπτυξη, αλλά οι ξένες χώρες.
Το αποτέλεσμα δε αυτής της δολοφονικής πολιτικής που αποκαλείται «μερκαντιλισμός» (ανάλυση), ήταν η ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010 που δεν πλήρωσε πανάκριβα μόνο η Ελλάδα με τη χρεοκοπία της, αλλά υπερχρεώθηκαν πολλές άλλες χώρες της ΕΕ – επίσης όμως τα παράπονα των ΗΠΑ και η απειλή δασμών, όπου ασφαλώς θα ήταν άδικο να πληρώσουν όλες οι χώρες της ΕΕ, όταν η Γερμανία έχει πάνω από το 50% των ευρωπαϊκών πλεονασμάτων απέναντι στις ΗΠΑ.
Με απλά λόγια, φαίνεται πλέον καθαρά πως Γερμανία εξαπάτησε τους εταίρους της, στη νεοσύστατη τότε Ευρωζώνη – υποσχόμενη ότι, η μισθολογική πολιτική της θα ευθυγραμμιζόταν με τον από κοινού συμφωνημένο στόχο για τον πληθωρισμό. Φυσικά δεν το έκανε ποτέ, δρομολογώντας αντίθετα ένα «μισθολογικό dumping» άνευ προηγουμένου (ανάλυση) – με την απάτη της να συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.
Έβαλε μυαλό η Γερμανία;
Περαιτέρω, εάν πράγματι η χώρα μετάνιωσε για την πολιτική εξαπάτησης των εμπορικών της εταίρων και θέλει ειλικρινά να αλλάξει, θα έπρεπε να την αντιστρέψει – να επιβάλει δηλαδή τα αντίθετα μέτρα. Επομένως, να αυξήσει τους μισθούς, ανάλογα με την παραγωγικότητα της εργασίας της και τον πληθωρισμό – οπότε να αναθερμάνει την εγχώρια ζήτηση της, με αποτέλεσμα την άνοδο των εξαγωγών των άλλων χωρών στην αγορά της και την εξάλειψη των πλεονασμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, οπότε των εξ αυτών ελλειμάτων των εμπορικών της εταίρων.
Θα το κάνει; Κατά την άποψη μας όχι – αντίθετα, θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί την αδύναμη θέση των εταίρων της που δεν μπορούν να αναπτυχθούν ανάλογα, λόγω των υψηλών δημοσίων χρεών τους ως προς το ΑΕΠ, ενώ της ίδιας είναι πολύ χαμηλά, καθώς επίσης να αποπροσανατολίσει, να κοροϊδέψει καλύτερα τις ΗΠΑ.
Εάν πράγματι είχε καλές προθέσεις, θα έπρεπε να επιτρέψει στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, το ότι δηλαδή οι επιχειρήσεις έχουν μετατραπεί σε καθαρούς αποταμιευτές, να διασφαλίσουν μία ανάλογη δημοσιονομική πολιτική – γεγονός που θα σήμαινε πως όλες τα κράτη θα έπρεπε να απαλλαγούν από την υποχρέωση συμμόρφωσης με το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Άλλωστε η πεποίθηση ότι, η οικονομική ανάκαμψη μπορεί να επιτευχθεί μέσω της απορρύθμισης, της μείωσης της γραφειοκρατίας, των μεταρρυθμίσεων ή ακόμη και της δημιουργίας μιας πραγματικής ένωσης κεφαλαιαγορών, είναι αφελής – ενώ, ανεξάρτητα από το πόσο πυκνό είναι το ρυθμιστικό πλάνο, ανεξάρτητα από το πόσα εμπορικά εμπόδια εξακολουθούν να υπάρχουν, η οικονομία της ΕΕ συνολικά μπορεί να βγει από τον λήθαργο της μόνο μέσω μιας κρατικής ώθησης της ζήτησης.
Επειδή δε η νομισματική πολιτική έχει ήδη εξαντλήσει σε μεγάλο βαθμό τους πόρους της οπότε, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αναμένονται περαιτέρω σημαντικές μειώσεις των επιτοκίων, η κυβερνητική δράση είναι η μόνη επιλογή που απομένει – διαφορετικά η ΕΕ δεν πρόκειται να αναπτυχθεί.
Επίλογος
Σε κάθε περίπτωση, κάθε φορά που ο ιδιωτικός τομέας είναι προβληματισμένος και περιορίζει τις δαπάνες του, όπως στην κρίση του κορονοϊού ή στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, το δημόσιο πρέπει να παρέμβει άμεσα και μαζικά – να αυξήσει το δικό του χρέος, να τονώσει τη ζήτηση και έτσι να διατηρήσει την οικονομία σε λειτουργία.
Για να συμβούν όμως όλα αυτά συλλογικά στην ΕΕ, δεν θα έπρεπε μόνο να καταργηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας αλλά, επίσης, να βρεθεί μία συνολική ευρωπαϊκή λύση για τα υπερχρεωμένα κράτη (ευρωομόλογα ή οτιδήποτε άλλο) – κάτι που, κατά την άποψη μας, δεν είναι στις προθέσεις της Γερμανίας.
Ο στόχος της είναι να επενδύσει στην πολεμική της βιομηχανία τώρα που της δίνεται ξανά η ευκαιρία, με την επίκληση του ρωσικού κινδύνου και εκμεταλλευόμενη την αδυναμία των ΗΠΑ – για την οποία πολεμική βιομηχανία είναι επίσης απαραίτητη η βελτίωση των εγχωρίων υποδομών της χώρας. Με απλά λόγια, ο γερμανικός κίνδυνος είναι ξανά ορατός για την ήπειρο μας – ελπίζοντας πραγματικά να κάνουμε λάθος.
.
*Σημείωση
Είναι προφανές ότι, ένα σημαντικό μέρος της ανόδου του ΑΕΠ μας οφείλεται στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής – οπότε στη μείωση της παραοικονομίας. Στο παράδειγμα του πραγματικού μας ΑΕΠ (=χωρίς τον πληθωρισμό), το 2019 ήταν στα 184 δις € – οπότε, εάν υποθέσουμε ότι η παραοικονομία ήταν τότε στο 20%, αποκρύπτονταν εισοδήματα 36,8 δις €.
Εάν τώρα η παραοικονομία μειώθηκε στο 15% το 2024, στο πραγματικό μας ΑΕΠ των 201 δις €, θα πρόσθετε το 5% ή περί τα 10 δις €. Έγιναν όμως πλουσιότεροι οι Έλληνες από αυτά τα 10 δις €; Προφανώς όχι, αφού υπήρχαν αλλά απλά δεν εμφανίζονταν – κάτι που θα συμβαίνει και στο μέλλον. Το σίγουρο είναι ότι, πρόσθεσαν περί τα 2,9 δις φορολογικά έσοδα – αφού υπολογίζονται στο 29% του ΑΕΠ.
Εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε την εποχή που ο Γ. Αλογοσκούφης πρόσθεσε την παραοικονομία στο ΑΕΠ μας – όπου, λογικά και αντίστοιχα, θα έπρεπε σήμερα να αφαιρεθεί το ποσόν της συρρίκνωσης της, για να έχουμε αντικειμενικά στοιχεία.
Όσον αφορά δε τα υπερπλεονάσματα του 2024, έχουμε ήδη αναφέρει ότι, ένα μεγάλο μέρος τους οφειλόταν στα χρήματα του Ταμείου Ανασυγκρότησης που εισπράχθηκαν μεν από την κυβέρνηση, αλλά δεν διατέθηκαν ως όφειλαν στην οικονομία – σύμφωνα με το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής.
Το γεγονός αυτό θα έχει αρνητικές συνέπειες, όταν θα ολοκληρωθεί το Ταμείο και θα έχουν δαπανηθεί τα χρήματα του – ενδεχομένως το 2027, εάν δεν δοθεί παράταση από την ΕΕ. Η κυβέρνηση τότε θα βρεθεί με μία βόμβα στα χέρια της, όσον αφορά τον προϋπολογισμό – την οποία προσπαθεί από τώρα να εξουδετερώσει, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της υπερφορολόγησης των Ελλήνων.
Σημαίνουν όλα αυτά πως η Οικονομία μας είναι σε καλό δρόμο; Σίγουρα όχι, αφού ο ρυθμός ανάπτυξης μας στηρίζεται, εκτός από τη συρρίκνωση της παραοικονομίας, σχεδόν εξ ολοκλήρου στην κατανάλωση – όπως φάνηκε καθαρά από το 1ο τρίμηνο, όπου μόνο η κατανάλωση ήταν θετική στο 1,6% ενώ όλοι οι άλλοι συντελεστές του ΑΕΠ (=δημόσιες δαπάνες, ιδιωτικές επενδύσεις, εμπορικό ισοζύγιο) ήταν αρνητικοί.
Εάν πάντως η κυβέρνηση διαθέσει τα χρήματα που εισπράττει από τη φοροδιαφυγή σε επιδόματα των οικονομικά αδύναμων, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την ιδιωτική κατανάλωση – ενώ το σωστό θα ήταν σε παραγωγικές επενδύσεις, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας οπότε οι μισθοί και να μην χρειάζονται επιδόματα ελεημοσύνης.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η ιδιωτική κατανάλωση υπολογίζεται στο 70% περίπου του ΑΕΠ μας και η συνολική στο 88% – οπότε το απόλυτο ποσόν που προσθέτει στο ΑΕΠ μας είναι κατά πολύ υψηλότερο από τους άλλους συντελεστές. Επίσης σε σχέση με την ΕΕ – με την οποία συνεχίζουμε να αποκλίνουμε.
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.