Του Απόστολου Διαμαντή* από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 4
Διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ’ ἱστορία τὰ καθ’ ἕκαστον λέγει
Αριστοτέλoυς Ποιητική
Το φάντασμα του Κρυφού Σχολειού στα χρόνια της τουρκοκρατίας έχει στοιχειώσει τελευταία σε μια μερίδα της ελληνικής ιστοριογραφίας, η οποία φαίνεται να χρησιμοποιεί την ιστορία ως πολιτικό εργαλείο, μετατρέποντάς τη σε θεραπαινίδα της πολιτικής, εισάγοντας ένα καθαρό διχασμό ανάμεσα στην «επιστημονική» ιστορία και την ιστορία.[1] Όμως, αυτός ο διχασμός, ο οποίος αντιλαμβάνεται την ιστορία ως φυσική επιστήμη και αποκλείει την ιστορική αφήγηση –στην οποία περιλαμβάνεται το σύνολο των παραδόσεων και δίνει το περιεχόμενο της ιστορικής συνείδησης–, καταργεί τη θεμελιώδη νεωτερική διάκριση μεταξύ επιστημών της φύσης και επιστημών του ανθρώπου, και συνιστά επιστροφή στη μεσαιωνική ιδέα της «αυθεντίας», που δεν γίνεται πλέον αποδεκτή, καθώς έχει υποστεί τη ριζική κριτική της νεωτερικής εποχής. Η ιστορία δεν είναι προφανώς έργο του επιστήμονα και του εργαστηρίου του, «…αλλά είναι έργο των μαζών ή των ιδεών, των βαθύτερων, ορατών ή μη ορατών, διεργασιών»[2].
Έτσι, αυτή η ιστοριογραφική παράταξη, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που εκφράζουν έναν ξεπερασμένο ακραίο θετικισμό, επιτέθηκε μαζικά και αιφνιδίως εναντίον ενός ποιήματος και μιας ζωγραφιάς, επιδιώκοντας την εξαφάνιση από την ιστορική συνείδηση αυτής της έννοιας που διασώζει η προφορική παράδοση και η τέχνη.[3] Φυσικά μαζί με το Κρυφό Σχολειό υπέστησαν την ίδια ακριβώς επίθεση, ως κατασκευασμένοι αντι-οθωμανικοί «μύθοι», συμβάντα όπως η σύναξη στην Αγία Λαύρα υπό τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό, η επέτειος της 25ης Μαρτίου, ακόμα και ιστορικές πραγματικότητες, όπως το ίδιο το έθνος, που εκλαμβάνεται ως «φαντασιακό»[4]. Τη μηχανιστική μεταφορά αυτών των ιδεών περί «κατασκευής» των εθνικών ταυτοτήτων –που πιθανόν να αρμόζει σε αφρικανικά ή νεότευκτα, αλλά όχι σε ιστορικά έθνη– την παρατηρούμε κυρίως σε έργα σύγχρονης πολιτικής ιστορίας, από ερευνητές που δεν έχουν επαρκή εποπτεία της ιστορίας του μεσαιωνικού ελληνισμού.[5] Η Έλλη Σκοπετέα, για παράδειγμα, εξέλαβε την έννοια έθνος από την οθωμανική σκοπιά του θρησκευτικού millet, νομίζοντας προφανώς πως πέραν και προ του millet δεν υπάρχει απολύτως τίποτα:
Το πρόβλημα είναι ώς ποιο βαθμό το γένος είχε, στις αρχές του 19ου αιώνα, χειραφετηθεί από την έννοια του millet και κατά πόσο στέκει η άποψη ότι το εθνικό είχε υποσκελίσει το κατ’ αρχήν θρησκευτικό ή έστω πολιτιστικό περιεχόμενο αυτής της έννοιας.[6]
Η συνδυασμένη και ξαφνική αυτή μανία μιας ιστοριογραφικής μερίδας έχει ελάχιστη ιστοριογραφική αξία, εφόσον αντιφάσκει προς εντοπισμένες προφορικές παραδόσεις αλλά και προς βιωμένες ιστορικές εμπειρίες αιώνων, που προκύπτουν από τη λόγια γραμματεία. Τα τρέχοντα επιχειρήματα εναντίον του Κρυφού Σχολειού –ενός μάλλον ασήμαντου ιστοριογραφικού ζητήματος, εφόσον το ζήτημα της εκπαίδευσης στα χρόνια της τουρκοκρατίας είναι σχεδόν λυμένο– είναι τόσο αφελή, που προκαλούν πραγματικά μεγάλη εντύπωση και δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά, αφενός για την επιστημονική επάρκεια αυτής της μερίδας της ελληνικής ιστοριογραφίας και αφετέρου για τα πραγματικά κίνητρά της. Το βασικό επιχείρημα εναντίον του ποιήματος «Το Κρυφό Σχολειό» του Ιωάννη Πολέμη (από την ποιητική συλλογή Αλάβαστρα, 1900) και της περίφημης ζωγραφιάς του Νικολάου Γύζη (1886), που εκφράζουν και τη σχετική προφορική παράδοση, είναι το εξής: Κρυφό Σχολείο δεν υπήρξε, διότι κανένα ιστορικό τεκμήριο δεν το επιβεβαιώνει και διότι ποτέ οι Οθωμανοί δεν απαγόρευσαν την εκπαίδευση των κατακτημένων.