Πώς τόσο αιφνιδίως χάθηκε η ευγένεια τριγύρω και αναμεταξύ μας; Μα, πού πήγε η αιδημοσύνη; Την τρομερή αλλαγή πιστοποιούμε ακόμα κι εμείς οι για την ώρα κάπως νεότεροι, εμείς που δεν γνωρίσαμε παρά μόνον ορισμένες ύστατες εκδηλώσεις της: την τήρηση κάποιων προσχημάτων, το παλιό καλό τακτ, την ακρίβεια στα ραντεβού, τον πληθυντικό αριθμό, την αυτονόητη παραχώρηση θέσης, τις ώρες κοινής ησυχίας, έννοιες όπως κοσμιότητα και κομψότητα, τις μικρές επισημότητες και τα ανώδυνα εθιμικά πρωτόκολλα, την αναμονή και την πρόποση στο τραπέζι, τις φιλόφρονες συστάσεις, το κράτημα της θύρας τη σεμνολογία και τη χαμηλοφωνία, την υπομονή στον διάλογο και παντού, την τάξη στη σχολική αίθουσα, την ευπρέπεια στους δημόσιους χώρους, τη μειλίχια οδήγηση, την ιπποσύνη προς τις γυναίκες -και όχι μόνο—, την χείρα βοηθείας, τον εξυπηρετικό μπάρμαν, το «από καλή οικογένεια», το «με συγχωρείτε», το «ευχαριστώ», το «παρακαλώ» και το «με τις υγείες σας», το καλωσόρισμα και την κατευόδωση, το «χαίρετε» στο ασανσέρ, το αγουροξυπνημένο χαμόγελο, την ερυθρίαση, την αμηχανία, τον ξερόβηχα.
Κανείς δεν διανοείται να ισχυριστεί ότι «παλιά» οι άνθρωποι ή οι Έλληνες ήταν «καλοί» και ότι σήμερα «χάλασαν». Το ότι, όμως, ο μακαρισμός του παρελθόντος αποτελεί αναμφίλεκτη ιστορικο-εθνολογική σταθερά ή το ότι η ποιότητα ζωής, η ομορφιά, η χαρά, η τιμή, το νόημα είναι έννοιες μη μετρήσιμες δεν σχετικοποιεί ούτε υποβαθμίζει κατ’ ανάγκην μια διαπίστωση που κάνει λόγο για εμφανή ποιοτική φθίση ενός είδους ή γένους. Ο Unamuno, «προοδευτικός της παράδοσης», παρατηρεί το 1910: «Πάντοτε υπήρχε όχλος, δεν χωράει αμφιβολία. Όμως, μου φαίνεται ότι ο όχλος άλλων καιρών ήταν πιο σεβαστικός απ’ τον σημερινό, ότι ήξερε να αγνοεί και να σέβεται εκείνους που ήξεραν περισσότερα απ’ αυτόν». Εξέλιξη δεν θα πει βελτίωση. [Ούτε στάση θα πει συντήρηση]. Σε κάθε στερεότυπη ελεεινολόγηση σοβεί η πεποίθηση μιας αχρείαστης μεταλλαγής, ενός επιπόλαιου αφανισμού, μιας αυτοκτονικής πτώχευσης. Ο εφησυχασμός, λοιπόν, στην αλήθεια ότι αρχαιόθεν οι πρεσβύτεροι ελεεινολογούν τους νεότερους παραβλέπει την ισότιμη αλήθεια ότι ορισμένες άξιες δεν διαρκούν αιωνίως και ότι με την ελάχιστη φροντίδα μπορούμε ν’ αποτρέψουμε τη μη αναστρέψιμη στρέβλωση ή τον οριστικό χαμό ενός πράγματος, του οποίου τη ζωτική ανάγκη επίκειται να νοσταλγήσουμε σφόδρα αμέσως ή αργότερα, πάντως υπερβολικά αργά. Κάναμε π.χ. τα περιβόλια μας πολυκατοικίες και σήμερα στενάζουμε που δεν υπάρχει πράσινο.