Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΣΙ ΧΟΥΑΝΚΓ ΝΤΙ, Ο ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ



Του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη 


Στο εξαιρετικό και τυπογραφικά άψογο βιβλίο του Γιώργη Μαγγίνη George Manginis που μόλις κυκλοφόρησε (καλλιτεχνικός σχεδιασμός: Arapoglou Erifili - enARTE, επιμέλεια: Σταλίνα Βουτσινά, Μουσείο Μπενάκη, 2023 – ας παινέψουμε και λίγο το σπίτι μας) διαβάζω την ιστορία του Σι Χουάνγκ Ντι («Πρώτος Αυτοκράτορας»), του θεμελιωτή της αυτοκρατορικής Κίνας, από το 221 π.Χ. και μετά. Εμείς τον ξέρουμε από τη μνημειώδη έκθεση, πριν από χρόνια, του «Πήλινου Στρατού», ο οποίος τον συνόδεψε στη νεκρόπολη που θάφτηκε.

Ο «Πρώτος Αυτοκράτορας», όχι μόνο επιχείρησε να ενσωματώσει στο απέραντο Σινικό Τείχος όλα τα προγενέστερα οχυρωματικά έργα, αλλά προέβη και σε μία κολοσσιαία εκστρατεία διοικητικής, οικονομικής και πολιτιστικής ενοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, διαβάζω, «διατάζει την καύση όλων των βιβλίων ποίησης, φιλοσοφίας και ιστορίας, εκτός από εκείνα που διηγούνταν την ιστορία της δικής του δυναστείας. […] Η οικογένεια οποιουδήποτε χρησιμοποιούσε ιστορικά παραδείγματα, ώστε να ασκήσει κριτική στο παρελθόν, εκτελούνταν. Όποιος αρνιόταν να κάψει τα βιβλία καταδικαζόταν σε καταναγκαστικά έργα στο Σινικό Τείχος».

Αυτή η ιστορία, η οποία στην έκδοση εικονογραφείται από ένα υπέροχο πορσελάνινο πιάτο του 17ου αιώνα, ενέπνευσε στον Μπόρχες το κείμενο «Το Τείχος και τα βιβλία» (1950): «Όποιους έκρυβαν βιβλία», γράφει ο Μπόρχες, «τους σημάδευαν με πυρωμένο σίδερο και τους καταδίκαζαν να χτίζουν, ώσπου να πεθάνουν, το εξωφρενικό τείχος. Η πληροφορία αυτή ευνοεί -ή ανέχεται- άλλη ερμηνεία: ίσως ο Σι Χουάνγκ Ντι καταδίκαζε όσους λάτρευαν το παρελθόν σ’ ένα έργο τόσο αχανές, τόσο αβάσταχτο και τόσο άχρηστο όσο και το παρελθόν».

Όπως και να ’χει, αυτή η ιστορία αποτελεί το αρχέτυπο της αντίληψης κάθε εξουσίας για την έννοια του χρόνου και για αυτό που ονομάζουμε ιστορία. Το παρελθόν είναι πάντα ένας επίμονος, ενοχλητικός πρωτεϊκός κόσμος, με τον οποίον συγκρούονται όλες οι ιδεολογίες· οι πιο πετυχημένες από αυτές καταφέρνουν να καταστρέψουν τον ιστορικό χρόνο, μεταπλάθοντάς τον σε ένα απόλυτο, δεσμευτικό, σκληρό προείκασμα του εαυτού τους: αυτό κατάφερε να κάνει ο χριστιανισμός, αυτό κατάφερε να κάνει ο εθνικισμός. Όλες οι εξουσίες επιχείρησαν να αναγνώσουν και να προβάλουν τον ιστορικό χρόνο ως πολιτική και ηθική νομιμοποίηση του δικού τους παρόντος, ως διαρκή καταγωγική στιγμή της δικής τους εικόνας, ως αναγκαία κληροδοσία της δικής τους στιγμής.

Η Γαληνοτάτη δημοκρατία της Βενετίας είχε, από πολύ ενωρίς, καθιερώσει τον θεσμό του «επίσημου ιστοριογράφου»: δικαίωμα πρόσβασης στα επτασφράγιστα κρατικά αρχεία είχε μόνο ο επί τούτου εκλεγμένος ευγενής, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν επισήμως για αυτό από τη Σύγκλητο και μόνο η δική του ιστορία (η ιστορία μιας συγκεκριμένης περιόδου), μετά από ενδελεχή κρατικό έλεγχο και αυστηρή έγκριση, θεωρούνταν η επίσημη, η αξιόπιστη, η μόνη ιστορία του κράτους της Βενετίας. Έτσι προέκυψε η (πολύτιμη για μας σήμερα) σειρά των επίσημων ιστοριογράφων της Βενετίας, που φτάνει περίπου ως τα ναπολεόντεια χρόνια. Το πόσο αυστηρή και αμείλικτη ήταν η βενετική εξουσία στο θέμα αυτό, το αποδείχνει η ιστορία του καημένου του Μαρίνου Σανούδου του Νεότερου.

«Το όνομα του Ρόδου», όπως ωραία το εικονογράφησε ο Ουμπέρτο Έκο, ο έλεγχος της πληροφορίας, η λογοκρισία, το μονοπώλιο του λόγου, τα ολοκαυτώματα των βιβλίων… είναι τρόποι μεταμόρφωσης, ακύρωσης, καταστροφής – είναι μορφές του πολέμου των ζωντανών με τους πεθαμένους νεκρούς, που έλεγε ο Μπένγιαμιν. Αλλά, δεν είναι μόνο αυτοί. Οι κίνδυνοι του παρελθόντος είναι αναρίθμητοι.

Διαβάζοντας την ιστορία του «Πρώτου Αυτοκράτορα» και την προσπάθειά του να σβήσει, να εξαφανίσει, να μαυρίσει το παρελθόν, να το κάνει μη-χρόνο, το μυαλό μου πήγε κατευθείαν σε μια συνέντευξη του Σαββόπουλου, το 2002: «Προχτές μ’ έβγαλε βόλτα ο Κορνήλιος, ο μεγάλος μου γιος, και μου έβαλε κασέτα τη “Μαύρη θάλασσα” από τον [: δίσκο] “Βρώμικο Ψωμί”. Άκουγα τον εαυτό μου μ’ εκείνη τη θεοσκότεινη φωνή του ’72 μέσ’ στις παραμορφώσεις της ηλεκτρικής κιθάρας να τραγουδάει “δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό” και νόμιζα πως άκουγα τον Κουφοντίνα». (Η 17Ν έχει μόλις εξαρθρωθεί, το καλοκαίρι του 2002). 

Ο Σαββόπουλος, από την προνομιακή θέση του συν-δημιουργού της ιστορίας τοποθετεί τον εαυτό του και στη θέση του (υπόρρητα εκβιαστικού) αυθεντικού ερμηνευτή της ίδιας της ιστορίας. Τι μας λέει, δηλαδή; Μας λέει ότι η κριτική, η αιρετική, η ανατρεπτική στάση απέναντι στην ηθική, στην πολιτική, στην αισθητική, όλο εκείνο που συγκρότησε τους απελευθερωτικούς (αλλά, στο επίθετο δεν θα συμφωνήσει ο Σαββόπουλος τώρα) κώδικες των δεκαετιών 1960 και 1970, «είναι η ίδια η τρομοκρατία» (κοινωνικά απαξιωμένη και καταδικασμένη εκείνη τη στιγμή). Δεν μας λέει ότι «η κριτική ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει στον αυταρχισμό», μας λέει ότι «η κριτική είναι ο ίδιος ο αυταρχισμός». Και αυτό δεν είναι «μία» ανάγνωση του παρελθόντος: είναι η υποταγή του παρελθόντος στις σημερινές ανάγκες και αναγνώσεις: είναι δηλαδή η καταστροφή, η ακύρωσή του· είναι και πάλι το παρελθόν ως μη-χρόνος. 

Όχι τώρα πια μέσα από ολοκαυτώματα, αλλά μέσα από τη βελούδινη μουσική μιας μνήμης που απολεπίζεται ηθικά και πολιτικά, που, χρατς-χρατς, πετάει από πάνω της το βάρος του χρόνου, το βάρος της ιστορίας.

ΠΗΓΗ: https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=pfbid0fgfej5btd7ytXfkyfs3Du4XY8vJSfGUdnybn5QeWpJLx4oQhrWQNnjMdvyvCdSbYl&id=100013487430329
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.