του Αλέξανδρου Ασωνίτη*
Συνέχεια από το πρώτο μέρος
Β΄ μέρος
Ματωμένα Χώματα, το κείμενο
Για να εναρμονισθούμε με το πνεύμα του βιβλίου, πρέπει να θυμηθούμε την παρουσίαση του Μανώλη Αξιώτη από την Διδώ Σωτηρίου: «Κάτω απ’ τον Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο Μικρασιάτης αγρότης που έζησε τα αμέλε ταμπούρια ’14-’18 (σημ. δική μου: τάγματα εργασίας / εκτοπισμού / εξόντωσης των Ελλήνων της Μικρασίας, ιδρυθέντα με γερμανική συνενοχή), που φόρεσε τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την Καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης … μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του, Συνταξιούχος έγραψε…» (σελ. 7). Απ’ το προλογικό φωτοστέφανο αυτό αντιλαμβάνεται κάθε αναγνώστης ότι θα είναι έκπληξη αν το βιβλίο δεν ακολουθεί μια συγκεκριμένη ιδεολογική γραμμή και τηρεί τους στοιχειώδεις κανόνες μυθοπλασίας και τα απαραίτητα εχέγγυα αντικειμενικότητας. Και βρίσκουμε νωρίς-νωρίς τα πρώτα σοβαρά στοιχεία, που εγείρουν αιτιολογημένες υπόνοιες για τις προθέσεις του:
Κεφ. α: Ειρηνική ζωή
Γράφει η Δ.Σ., σ. 23: «Ο δάσκαλος μου έλεγε ότι την Έφεσο … την “ίδρυσε” ο Άνδροκλος, ο γιος του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου. Αλλά δεν είναι και σίγουρο, λέει, γιατί μπορεί να ήρθανε πρώτοι κάπου χίλιοι σκλάβοι απ’ την Σάμο που επαναστατήσανε, το σκάσανε απ’ τους αφεντάδες τους και κοπιάσανε στα μέρη μας. Τούτο το δεύτερο το προτιμούσα…». Στοιχεία γι’ αυτούς τους «κάπου χίλιους σκλάβους» υπάρχουν; Στις εγκυκλοπαίδειες Ελευθερουδάκη, Πάπυρος, Ήλιος, δεν βρήκα κάτι σχετικό. Άλλωστε, κάνει δύο σοβαρά λάθη: α) η Έφεσος πρωτο-ιδρύθηκε από ελλαδίτες της Θεσσαλίας, Λοκρίδας, Αργολίδας, περί το 2000 π.Χ, τουλάχιστον -ο Άνδροκλος ήρθε περί το 1700 π.Χ. β) Σάμιοι «γεωμόροι», κι όχι «σκλάβοι», έγιναν δεκτοί στην ΄Εφεσο μετά τον Άνδροκλο, όταν το πολίτευμα έγινε δημοκρατικό. «Γεωμόρος ή γημόρος ή γαμόρος (Αισχύλος, Ικέτιδες)» σημαίνει γεωργός μεσαίας τάξης, στην αττική διάλεκτο, αλλά μεγαλοκτηματίας, στην σαμιακή και αργολική (βλ. λεξικό Λίντελ -Σκοτ, Σταματάκου και www. academic dictionaries and encyclopedias). Επιπλέον, υπάρχει αντίστοιχο προηγούμενο, ή επόμενο, σκλάβοι, και όχι άποικοι, να χτίζουν ελληνική πόλη /αποικία; Πώς η Δ.Σ. υιοθετεί αυτήν την αμφισβητούμενη, τουλάχιστον, πληροφορία ή θεωρεί ότι την ευθύνη φέρει αποκλειστικά ο Αξιώτης; Ή μήπως οι «σκλάβοι» χρειάζονται για να πει ότι οι αρχαίοι είχαν σκλάβους, άρα, ο παρωθούμενος συλλογισμός, κι αν χάθηκαν με την Καταστροφή οι Μικρασιάτικες αρχαιότητες κι οι αρχαίες πόλεις μας, δεν είναι δα και για στενοχώρια. Δουλοκτήτες ήταν, αυτοί κι ο πολιτισμός τους. Γι’ αυτό, άραγε, ο δάσκαλος δεν τους λέει λέξη για τον Ηράκλειτο, τον Θαλή, τον Ιππόδαμο κ.λπ., κ.λπ., παρά μόνο για τους ανύπαρκτους (;) επαναστάτες σκλάβους; Η αρχαιότητα κι ο πολιτισμός της Μικρασίας, της γεννήτορος της παγκόσμιας φιλοσοφίας, μεταξύ άλλων, απουσιάζουν απ’ το βιβλίο. Δεν υπάρχει αναφορά σε άλλο πρόσωπο της αρχαιότητας, μόνο στον Προμηθέα (σ. 241) τον οποίο συνδέει με γνωστές «επαναστατικές» δοξασίες. Και μία άλλη, από Τούρκο (σ. 123), στην Κίρκη, την οποία παρουσιάζει ως alter ego του πολέμου. Ούτε στο Βυζάντιο υπάρχει παραπάνω από μια αναφορά, αν δεν κάνω λάθος. Διαδραματίζεται, η μαρτυρία Αξιώτη, σε κενό Ιστορίας, μέχρι το 1910 μ.Χ., για λόγους που μας αποκαλύπτονται συνεχώς.
Στην σ. 32 διαβάζουμε την συνομιλία του Αξιώτη με ένα τουρκάκι, φίλο του, τον Σιεφκέτ, όταν του λέει ότι ο πατέρας του τον στέλνει στην Σμύρνη να γίνει έμπορας. Σιεφκέτ: «- Έμπορας, τι πάει να πει έμπορας; μ’ αρώτησε σεκλετισμένος. -Έμπορας θα πει να κλέβεις εσύ, αντί να σε κλέβουν οι άλλοι… -Και πώς την διάλεξε ο κύρης σου τέτοια χαμένη δουλειά;…».
Δεν είναι μια αρχειομαρξιστική ή αναβαπτιστική άποψη, από το Μύνστερ, ούτε η συζήτηση δύο εξωγήινων ή δύο μη ανθρωπίνων όντων, που το ένα τους δεν ξέρει τι είναι το εμπόριο, βασική δραστηριότητα του ανθρώπου για να ζήσει, από εμφανίσεώς του. ΄Εμπορος, εν+πόρος = βγάζω πόρους και ζω, συντηρούμαι. Όμως, κατά την Δ.Σ.: Έμπορος, ίσον κλέβω. Δεν είναι μόνο μια αλλόκοτη άποψη, είναι κάτι πολύ παραπάνω: μια πρώτη εμμέσως αθωωτική παρουσίαση των Τούρκων, τους οποίους εμφανίζει ως μια προκαπιταλιστική κοινωνία, άπραγη και ανύποπτη, που δεν θα ‘χει κι άδικο, όμως, αν κάποτε διώξει από πάνω της τους έμπορους, τους «κλέφτες». Και κυρίως έμποροι-«κλέφτες» στην Μικρασία είναι οι αρχαιότατοι κάτοικοί της, οι Έλληνες, και μετά οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι, οι Τούρκοι, οι παλαιόθεν ενσκήψαντες Δυτικοί κ.λπ.
Στο ίδιο αντικαπιταλιστικό πνεύμα κινείται και η πρώτη άμεση απαλλαγή της Τουρκίας, σ.σ. 64-5. Μιλάει ένας «πολύπειρος ξύπνιος χωριάτης», ο μπάρμπα Γιακουμής και λέει στον Αξιώτη: « Ηθάρρεψες πώς θα βγούνε ζημιωμένα τ’ αφεντικά; Την εξουσία… την ταΐζουνε… κι όνειρα γλυκά Τουρκιά!». Οι «κλέφτες» Έλληνες έμποροι, του προηγούμενου αποσπάσματος, τα κάνουν αυτά κι αποκοιμίζουνε την δόλια την Τουρκιά που σπάνια, αν όχι ποτέ, αναφέρεται ως κατακτητής. «Μπήκες; Ο καβγάς είναι τώρα με τους ξένους, τους λεβαντίνους. Καρφί ‘ναι στο μάτι των εδικών μας (:δηλ. των «κλεφτών» Ελλήνων εμπόρων). Χρυσές κουτάλες, γιε μου, οι διομολόγησες. Ρουφάνε οι βδέλλες τσ’ Ευρώπης απευθείας το αίμα τση Τουρκιάς… ΄Εμπυο, σου λέω … να μου το θυμάσαι, απ’ αυτουνούς θα το βρούμε, όχι απ’ τον Τούρκο». Οι Δυτικοί λοιπόν, λέει ένας Έλληνας, θα διώξουν τους Έλληνες και θα κάνουν την Καταστροφή, όχι οι Τούρκοι, τα αθώα θύματα του δυτικού καπιταλισμού.
Σελ. 67: Απαλλαγή των Νεότουρκων που ενοχοποιούνται για τόσα εγκλήματα και απόδοση ευθυνών για τα επικείμενα γεγονότα στην Γερμανία, αποκλειστικώς: «“Αν πεινούμε και υποφέρουμε εμείς οι Τούρκοι -έγραφε το φυλλάδιο- αιτία είναι οι γκιαούρηδες, όπου στα χέρια τους κρατούνε το πλούτο μας και το εμπόριό μας. Ως πότε θ’ ανεχόμαστε την εκμετάλλευση και τις προκλήσεις τους; Μποϊκοτάρετε…”. Ο γέρος δεν πίστευε στα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε δυνατά την κάθε αράδα. -Ξέρεις πατέρα ποιος κυκλοφόρησε το άτιμο τούτο γραφτό σ’ ολόκληρη Ανατολή, είπε ο Τίμος. -Οι Νεότουρκοι, ποιος άλλος; -Δεν το βρήκες. Η Ντόιτσε Παλεστίνιαν Μπανκ το κυκλοφόρησε … κατάλαβες τώρα;». Πώς το ξέρει αυτό ο ομιλητής, πώς το τεκμηριώνει; Δεν το τεκμηριώνει, απλώς.Ιστορικό γεγονός ή όχι, η Δ.Σ. το χρησιμοποιεί ως αθωωτικό αντιστάθμισμα στους Νεότουρκους. Λίγο πριν ένα ακόμη άλλοθι. Τους βάζουν άλλοι: «Οι Τούρκοι παράγιναν μουφλούζηδες (:αδέκαροι, χρεοκοπημένοι). Τους τρων τ’ αυτιά ένα σωρό πράχτορες, Γερμανοί, Ταλιάνοι, Φράγκοι». Στην προηγούμενη σελίδα οι νεότουρκοι είναι κακοί κι ο λαός καλός: «Ανάψανε τα αίματα των νεότουρκων … πασχίζανε να φανατίσουνε τον αγαθό λαό και να τον στρέψουν εναντίον μας». Στην 68η: «…το ξένο κεφάλαιο μπούκαρε διψασμένο στο ξέφραγο αμπέλι της Τουρκιάς … Δεν είναι πια η Τουρκιά που ξέραμε … ένας λαός που έμαθε να ζει αδελφικά δίπλα σ’ έναν άλλον, χρειάζεται γερές δόσεις μίσους για ν’ αλλάξει». Δεν είχε γίνει τίποτε λοιπόν τόσους αιώνες, αδελφικά ζούσαν Έλληνες και Τούρκοι, δεν ήταν σκλάβοι και κατακτητές. Μια γενική παρατήρηση: Είναι αδύνατο να παρατεθούν όλα τα επίμαχα αποσπάσματα. Είναι η κάθε γραμμή, η κάθε παράγραφος, είναι όλο το βιβλίο.
Σελ. 70, η πρώτη μεγάλη κι ευθεία αθώωση της Τουρκίας και η πλήρης δικαιολόγηση της Καταστροφής: «Ο Ισμαήλ Αγάς δεν ήταν η εξαίρεση. Κόβονταν ακόμα για μας τότε οι απλοί άνθρωποι της Τουρκιάς. Τη χρειαζόντανε τη φιλία και τη συνεργασία μας. Μας είχε γεννήσει και τους δύο λαούς η ίδια γη. Στα βάθη της ψυχής μας ούτε εμείς τους μισούσαμε ούτε αυτοί».
Πάνε τα διαβόητα τάγματα εργασίας αμελέ ταμπουρού, με τους χιλιάδες αθώους νεκρούς, πάνε οι κατ’ εξακολούθησιν σφαγές, οι αιώνες της υποδούλωσης: «Και γέροι και μικρά παιδιά, όλοι να κλαύσετε πικρά, τη συμφορά που εγίνη, στη μαυρισμένη Σμύρνη». Πού να αναφέρονται, άραγε, αυτοί οι στίχοι του Νικήτα Νηφάκη-Νηφάκου; Γιατί σε κανένα σημείο του βιβλίου δεν μνημονεύονται τα συμβάντα που είναι γνωστά ως το «Ρεμπελιό της Σμύρνης» και κατέληξαν στην πρώτη πυρπόληση της πόλης απ’ τους Τούρκους, το 1797; Μήπως για να επιχειρήσει η Δ.Σ. την απόλυτη εξομοίωση Ελλήνων και Τούρκων στην Μικρασία -κι ας χωρίζουν σχεδόν 3.000 χρόνια την παρουσία τους; Κι ας ξέρουν και τα μικρά παιδιά ότι οι χρονικώς πρώτοι προηγούνται σε όλα, μέχρι και στις σειρές αναμονής σε όλον τον κόσμο, όλες τις εποχές; Κι ας είναι οι Τούρκοι εισβολείς κατακτητές, ενώ οι ΄Έλληνες δεν κατέκτησαν καμμία πόλη και εδάφη άλλων στην Μικρασία. Δεν τα ήξερε αυτά η Δ.Σ.; Δεν ήξερε πότε πήγαν οι Έλληνες και πότε έγινε η μάχη του Ματζικέρτ και η άλωση της Τραπεζούντας, π.χ.; Κι αφού το ξέρει, και το γράφει κιόλας, πώς τους εξομοιώνει σαν γεννήματα «της ίδιας γης»;
Πρωτίστως, όμως: Δεν ξέρει ότι, στην γη που κατακτούν, οι κατακτητές δεν αποκτούν ποτέ δικαιώματα ίδια με των αυτοχθόνων ή των κατοίκων που υποδουλώνουν; Ότι είναι εσαεί κατακτητές (πράγμα που αναγκάζει σήμερα τους Ισπανούς-Πορτογάλους και Σάξωνες στην Βόρεια και Νότια Αμερική να ζητάνε συγγνώμη και να επιστρέφουν, έστω με φειδώ, γαίες στους αυτόχθονες); ΄Όλο το βιβλίο της Δ.Σ. βασίζεται όμως ακριβώς σ’ αυτό: στην ελάφρυνση της ενοχής των κατακτητών, των Τούρκων. Και για να μην μας αφήσει αμφιβολία, το επαναλαμβάνει στην τελευταία της παράγραφο: «Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ», λέει ο Αξιώτης, «χαιρέτα μου το χώμα που μας γέννησε… Σελάμ Σοϊλέ».
Η ευθεία απόδοση όμως κι η αναγνώριση απ’ την Δ.Σ. ίδιων δικαιωμάτων σε κατακτητές και κατακτημένους, εξ αντικειμένου αντανακλώνται και υποδεικνύουν εμμέσως το πώς πρέπει να προσλαμβάνουμε το 1821 και την Απελευθέρωσή μας: Ακολουθώντας την άποψή της, το ’21 ήταν ένα είδος ’22, νικηφόρου μεν αλλά που στράφηκε όχι εναντίον κατακτητών αλλά εναντίον ανθρώπων που τους «είχε γεννήσει η ίδια γη». Γιατί κι οι Τούρκοι που έμεναν στην κυρίως Ελλάδα, στην Ρούμελη και τον Μωριά, ήταν κι εκείνοι, όπως κι οι Τούρκοι της Μικρασίας, γεννήματα «της ίδιας γης», ίδιοι με τον Κολοκοτρώνη και τους Έλληνες που ταπείνωσαν τους Οθωμανούς και κατέλυσαν την αυτοκρατορία τους. Και ήταν, όντως. Αλλά ήταν απόγονοι κατακτητών. Κι αυτό δεν παραγράφεται ποτέ. Και δεν προσδίδει ΝΟΜΙΜΑ δικαιώματα ΠΟΤΕ. Κι οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς, λοιπόν, κι εδώ ας ήταν γεννημένοι, δεν ήταν γεννημένοι απ’ την ίδια γη. Κι οι Τούρκοι της Στερεάς, επίσης. Και της Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας, Κύπρου, Κρήτης κι όλων των νησιών. Εξ ου και: Τουρκοκρητικοί ή Τουρκοκύπριοι. Πριν βιαστεί κάποιος να εγείρει ανθρωπιστικά επιχειρήματα, που άπτονται και της αδυσώπητης ανταλλαγής πληθυσμών, ας αναρωτηθεί:
Αν έμεναν οι Γερμανοί 400 χρόνια στην Ελλάδα, ή στην Ρωσία, και τους έδιωχναν με επανάσταση, οι απόγονοι αυτοί των Ναζί θα είχαν ίδια δικαιώματα με τους Ρώσους και τους Έλληνες στην Ρωσία ή στην Ελλάδα; Θα είχαν; Η εκδίωξη των κατακτητών ονομάζεται: επανάσταση, εξέγερση. Η εκδίωξη των αυτοχθόνων: γενοκτονία, εθνοκάθαρση. Τα ίδια δικαιώματα, λοιπόν, με τους γηγενείς είχαν κι έχουν οι Τούρκοι στην Μικρασία, στην Κύπρο, στα Βαλκάνια, παντού όπου δεν είναι πατρίδα τους; Όχι. Δεν το λέω εγώ, το ορίζει η ανθρώπινη εμπειρία κι η ανθρώπινη Ιστορία.
Και πώς: «Στα βάθη της ψυχής μας ούτε εμείς τους μισούσαμε ούτε αυτοί», όταν στην σελ. 205 γράφει: «Χρόνια ξαμάρτωτος ο ραγιάς υπόμενε κάθε ταπείνωση και συφορά, τώρα που πέσανε όπλα στα χέρια του θα τ’ άφηνε; Δύσκολο, πολύ δύσκολο να σβίσεις τα ΜΙΣΗ και την αγριϊλα του πολέμου μεμιάς». Τι απ’ τα δύο συνέβαινε τελικά: Είχαν μίσος ο ένας για τον άλλον ή όχι; Δεν είναι η πρώτη σημαντική αντίφαση. Τα αντικρουόμενα σημεία είναι τόσα πολλά που και με «σκανάρισμα» είναι πιθανόν να παγιδευτεί σε αντικρουόμενα συμπεράσματα ο αναγνώστης.
Γ΄ μέρος
Κεφ. Β΄: Αμελέ Ταμπουρού
Νέα αθωωτική προσέγγιση «τση Τουρκιάς» στην σελ. 87 των «Ματωμένων Χωμάτων»: «Το σβήσιμό μας δεν έγινε μονοκοντυλιά … έγινε μ’ αναρίθμητα εγκλήματα. Το αρχίσανε οι Λίμαν φον Σάντερς και τα ξεκεφάλωσαν οι φίλοι και προστάτες της Αντάντ! Πρόβες θηριωδίας είχανε γίνει πριν κηρυχτεί ο πόλεμος του ‘14, στις Φώκιες, στο Αϊβαλί κι αλλού. Μα έτσι και βγήκε η Τουρκιά στο πλευρό της Γερμανίας, άρχισε το συστηματικό ξεκλήρισμα του ελληνικού στοιχείου που κατοικούσε στα παράλια…»
Αν, συνεπώς, δεν «έβγαινε στο πλευρό» τση Γερμανιάς, δεν θα ξεκλήριζε η Τουρκιά, θα ‘μενε στις «πρόβες θηρωδίας». Ας όψονται οι Γερμανοί κι η Αντάντ. Μια σελίδα πριν (86) άλλη άμεση αθωωτική προσέγγιση της Διδώς Σωτηρίου: «Αφέντης στην Μικρασία τώρα δεν ήταν μόνο ο Τούρκος, ήταν κι ο Γερμανός, ο Γερμανός ήταν ο νους κι ο Τούρκος το χέρι.» ΄Αλλοι τους βάζανε, λοιπόν, τους καημένους τους Τούρκους. Αυτά γράφει κατηγορηματικά μια Ελληνίδα, γεννημένη σχεδόν απέναντι απ’ τα Ψαρά και την Χίο που ο αέρας τους μεταφέρει παντού στο Αιγαίο και την Μικρασία την απόγνωση των χιλιάδων σφαγμένων αμάχων. Όμως, κατά την Δ.Σ, τα προηγούμενα χρόνια-αιώνες η Τουρκιά δεν έσφαζε και δεν αφάνιζε τους υπόδουλούς της πληθυσμούς. Έκανε «πρόβες θηριωδίας». Θηριωδίες έκανε μόνο όταν πήγε στο πλευρό τση Γερμανιάς.
Στο βιβλίο, ο Αξιώτης είναι πανταχού παρών και ζει -κατά παράβαση κάθε λογοτεχνικού κανόνα και κοινής λογικής- όλα τα γεγονότα της Μικρασίας, και στην 106 σελ. εκθειάζει την γεμάτη ήθος στάση ενός Τούρκου αξιωματικού που τιμάει έναν Έλληνα αντάρτη που σκότωσαν: «Τη λεβεντιά ούθε τη βρεις πρέπει να ‘σαι άξιος να τήνε παραδεχτείς και να τήνε υμνήσεις. Τέτοιους σας θέλω, ωρέ, σαν τούτονα τον γκιαούρη. Όχι πλιατσικολόγους και δολοφόνους». Ο έντιμος Τούρκος τα λέει αυτά σε στρατιώτες του, που η Δ.Σ αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι εκείνοι ήταν οι δράστες, αλλοιώς δεν θα τους έλεγε δολοφόνους ο αξιωματικός, ενός φοβερού φονικού: «…το πιο ανατριχιαστικό θέαμα το παρουσίαζε ο Αλέκος, το πεντάρφανο αγγόνι του γερό-Μανήσαλη. Τον είχαν δέσει μ’ ένα σεντόνι απ’ τον λαιμό και τον κρέμασαν απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού του». (σ. 99). Ο τίμιος Τούρκος θα μπορούσε να πει, για να τον εκθειάσει αιτιωδώς η Δ.Σ, ότι, π.χ, ‘όποιος σκοτώσει άλλη φορά αμάχους, θα τον εκτελώ επί τόπου!’ κλπ. Αλλά ούτε το λέει ούτε εκτέλεσε επί τόπου κανέναν, αρκέσθηκε σε δεκάρικους που έθελξαν την Δ.Σ.
Τόσο πολύ έθελξάν την, ώστε εμφανίζει και δεύτερο Τούρκο καλό Σαμαρείτη, έναν γιατρό, λίγες σελίδες πιο κάτω, 123: «-Δεν θα λησμονήσω ποτέ το καλό που μας κάνατε… -Δεν το ‘κανα για σας αλλά για την πατρίδα μου. Τι σόι έθνος θα γενούμε σα μάθουμε τους πολίτες και τους στρατιώτες μας να ‘ναι κτήνη;». Εδώ έχουμε δυο λέξεις σημαντικές που δίνουν υπόσταση στην Τουρκία, πατρίδα-έθνος, όταν η Τουρκία ούτε πατρίδα έχει την Μικρασία ούτε έθνος ήταν και είναι, αλλά ένα αμάλγαμα λαών εκτουρκισθέντων δια της βίας. Με τι αφορμή το λέει αυτό ο καλός Τούρκος; Με αφορμή το τάγμα εργασίας, αμελέ ταμπουρού, στο οποίο, χρόνια πριν αποβιβασθεί στην Σμύρνη ο ελληνικός στρατός, έχουν εκτοπίσει τον Αξιώτη και αποτελείται από 3.000 (!) ομήρους και πέφτει τύφος και τους θερίζει και τους κλείνουν σ’ ένα κτήριο χωρίς παράθυρα, 3.000 άτομα, κι αργοπεθαίνουν με φριχτό τρόπο, ώσπου έρχεται ο γιατρός κάποτε και οργανώνει την περίθαλψή τους. Όμως, και αυτός δεν κατακρίνει την Τουρκιά που, παρά τα όσα κάνει, δεν είχε αποκτηνωθεί ακόμα, θα αποκτηνωνόταν όταν «θα γινόταν έθνος» -τονίζω την έμμεση δικαιολόγηση των σφαγών του Κεμάλ, που έκανε «έθνος». Αντί, λοιπόν, να πει ο γιατρός: ‘ντρέπομαι για την στάση των συμπατριωτών μου’, μεταθέτει για το μέλλον τις συνέπειες των πράξεών τους, που έχουν ήδη επέλθει, όμως. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια απ’ τις πιο ωραίες φράσεις του βιβλίου. Για: «το πιο απάνθρωπο χτήριο που έφτιαξε ποτέ άνθρωπος για άνθρωπο» γράφειότι είχε για στέγη κορμούς λεύκας -πόσοι κορμοί χρειάζονταν άραγε για να στεγάσουν έναν χώρο για 3.000 άτομα- και ήταν ήδη χτισμένο ή το χτίσανε επί τούτου; Δεν διευκρινίζει. Αλλά: «σαν μπήκε ο Απρίλης, τα χνότα των 3000 άρρωστων ζέσταινε τόσο τον αγέρα, που οι λεύκες πήραν να μπουμπουκιάζουνε».
Σελ. 127: «Το βράδυ φέρανε τον Αντώνη Μάντζαρη σφαγμένο σαν μοσχάρι… τον Αϊντινλή τον κάψανε ζωντανό και σκορπίσανε την τέφρα του. Αυτή ‘ταν η ζωή του χωριού. Κι όμως εμένα που γνώρισα τα αμέλε ταμπούρια μου φαινότανε ήρεμη.» Άρα, κατά τον υπεράνθρωπα ψύχραιμο, αν όχι προκλητικά απάνθρωπο, Αξιώτη, αφού τα αμελέ ταμπουρού ήταν χειρότερα, δεν χρειάζεται να κατηγορήσει τους Τούρκους για τις φρικτές δολοφονίες αμάχων συγχωριανών του. Η κατηγορηματική απαλλαγή τους ακολουθεί στην επόμενη σελίδα: «Κανένας φαντάρος δεν εννοούσε να γυρίσει με τη θέλησή του στη βάση του. Η Τουρκία είχε πάψει να ‘ναι κράτος. Την κυβερνούσανε καιροσκόποι, ρουσφετολόγοι, κλέφτες και σπεκουλάντες.»
Στην σελ. 155 κ.ε, ο Αξιώτης ακούει από ένα Αρμενάκι, που έχει γλυτώσει απ’ την γενοκτονία, να διηγείται τον σφαγιασμό της οικογενείας του. Σχολιάζει: «Σαν τα εφιαλτικά παθήματά του, άκουσα κι άλλα πιο φριχτά που γίνανε στο Ερζερούμ… στη Νικομήδεια κι αλλού. Σήμερα (:1960 πάνω κάτω, όταν τα γράφει ο Αξιώτης), όλα τα ξεθώριασε ο χρόνος. Αν ανοίξετε μια οποιαδήποτε ιστορία θα διαβάστε λίγες στεγνές αράδες “δια τας σφαγάς και τους διωγμούς των Αρμενίων κατά τον Α΄ Π. Π.”. Θα βρείτε … πως τα θύματα φτάνουνε το εκατομμύριο, πως το ξεπερνούνε, πως μαζί με τους δικούς μας τους Ρωμηούς φτάνουνε το ενάμιση εκατομμύριο. Μην παραμελήσετε να ψάξτε για τους αίτιους, γιατί αυτό το σημείο είναι πάντα μπερδεμένο. ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΧΑ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ (:τα κεφαλαία δικά μου). Οι συμπαγείς χριστιανικοί πληθυσμοί που κρατούσαν στα χέρια τους τον πλούτο και τα κλειδιά της Ανατολής έπρεπε να φύγουν απ’ την μέση, γιατί ‘τανε εμπόδιο για το γερμανικό επεκτατισμό κι αργότερα τους κεφαλαιούχους που στέκονταν πίσω απ’ την Αντάτ.. .τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και τα μυθικά πλούτη της Μικρασίας … τα πιο άτιμα και πανούργα όνειρα της οικονομικής κυριαρχίας των ξένων μονοπωλίων. Η ιστορία για το χρυσόμαλλο δέρας συνεχιζότανε» (σελ. 160-1).
Εφιαλτικότερη ψευδο-επιχειρηματολογία, που αναδημοσιεύεται σήμερα σε site κ.λπ και αθωώνει πλήρως, και όχι μερικώς, την Τουρκία, για την οποία η συγγραφέας δεν ξοδεύει ούτε μια παραπάνω λέξη, δεν έχω διαβάσει. Έχει δίκιο, όμως, η Δ.Σ: Απ’ το 1922 μέχρι σήμερα, τον πλούτο της Μικρασίας καρπούνται οι Δυτικοί, όχι οι Τούρκοι. Σημειώστε, επίσης, κι άλλη μια αιχμή κατά της αρχαιότητας. Αλλά ότι θα βρισκόταν άνθρωπος, και δη Έλληνας, να αθωώσει την Τουρκία για την γενοκτονία των Αρμενίων, ούτε ο εθνοκατασκευαστής Κεμάλ δεν το είχε ονειρευτεί. Άρα, συνάγεται, κατά την Δ.Σ, ότι κακώς, κάκιστα καταδικάζεται η Τουρκία για την γενοκτονία των Αρμενίων και τα 1.500.000 θύματα των Τούρκων, αφού: «Δεν ήταν οι μόνοι υπεύθυνοι». Αυτό αποφαίνεται η ξεριζωμένη από την Σμύρνη Διδώ Σωτηρίου.
Στην σ. 183, κι ενώ στην 181η ο αγρότης Αξιώτης κάνει επίδειξη και νομικών γνώσεων: «Η δωροδοκία κρατικών υπαλλήλων σηκώνει δίκη κι η δίκη προφυλάκιση», διαβάζουμε τον εγκωμιασμό ενός… «έναν αρχηγό με μούσι. Λένι, κάπως έτσι τον λένε. ΄Ηβγαλε όρντινο να σταματήσει ο πόλεμος … κι άλλο ένα να μην είναι πλούσιοι και φτωχοί…». Ακολουθεί άλλος ένας καλός Τούρκος, που σώζει απ’ την κρεμάλα έναν Πόντιο, κι αυτός επαινεί τους μπολσεβίκους και τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο που «δεν επέτρεψε στους Αρμεναίους να κάνουνε αντίποινα. Μέρεψε η ζωή», σ. 185. «Έχει μυαλό ο δεσπότης… σαν έγινε η ρούσικη επανάσταση μπήκε κι ατός του στα σοβιέτ της Τραπεζούντας… ό,τι ζήτησε απ΄ τους μπολσεβίκους δεν του το αρνηθήκανε… ζήτησε να δώσουν όπλα και στολές στους Ρωμιούς, γιατί οι τσέτες του Καχριμάν είχανε αρχίσει σφαγές και ληστείες. Και του δώσανε». Επιπλέον, οι καλοί, σαν τους Τούρκους, μπολσεβίκοι, σελ. 186, «ρίξανε βάρκες σωσίβια, ως και ναύτες πέσαν στην θάλασσα κι έτσι περιμαζέψανε τρεις χιλιάδες Έλληνες!». Ιστορικώς ακριβή αυτά, αλλά ελλιπή: όφειλε να αναφέρει την συνθήκη του Μπρέστ Λιτόφσκ, με την οποία, μεταξύ άλλων, αποχώρησαν τα ρώσικα στρατευμάτων από την Τραπεζούντα (1918). Και να πει τι έγινε τον Αύγουστο του 1920, μεταξύ του μπολσεβίκου Λένι και του Κεμάλ.
Στην σ. 190 ένας Κωνσταντινουπολίτης γυρολόγος αποκαλύπτει, σαν νέος Μαρξ, στον Αξιώτη ότι το ελληνικό, ομογενειακό, κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα -δώσανε άραγε οι Έλληνες κεφαλαιούχοι λεφτά το ‘21 για τον Αγώνα; «…Πού να δεις Ρωμιούς πλούσιους στην Πόλη… κάμαρες το χρυσάφι. Αλλά περί πατριωτισμό τίποτες. Πέρι τσέπη τα πάντα. Να δεις τον Μπολάκη. Τροφοδόταρος του τούρκικου ασκεριού!». Ευθεία αναφορά στον Μποδοσάκη βέβαια, κι έχει έρθει η ώρα να εκθειάσει έναν ακόμα, εκτός απ’ τον Λένι. Μετά την ανακωχή του Μούδρου και την λήξη του Α΄ Π. Π., και μες στα πανηγύρια Ελλήνων κι Αρμενίων, ο Αξιώτης ξεχωρίζει, έμπλεως θαυμασμού (σ. 197), «έναν κατήγορο που δεν χάριζε κάστανα σε κανέναν και πριν θαφτεί η Τουρκιά κήρυξε την ανάστασή της. Τον λέγανε Μουσταφά Κεμάλ. Τέτοιο γιο είχε χρόνια και χρόνια να γεννήσει Τούρκισσα μάνα.» Ένας διωγμένος Έλληνας, ένας πρόσφυγας, δεν λέει το φυσιολογικό, ότι, πχ: ‘αν δεν υπήρχε ο Κεμάλ, δύσκολα θα κέρδιζαν οι Τούρκοι και θα μας έδιωχναν απ’ την πατρίδα μας, αλλά για τους Τούρκους είναι σπουδαίος’, όπως λέει οποιοσδήποτε αμερόληπτος (και για τον Ερντογάν το ίδιο ισχύει, το έχω γράψει από 5ετίας), αλλά τον φιλοφρονεί, μιλώντας μάλιστα για «Τούρκισες μάνες» για να τον κάνει οικείο και συμπαθή -χωρίς να κάνει καν αναφορά στους διωγμούς στον Πόντο που οργάνωσε ο Κεμάλ, για την πυρπόληση της Σμύρνης μετά κλπ. Άλλωστε, οι λέξεις μιλάνε μόνες τους, και γλαφυρά: «… πριν θαφτεί η Τουρκιά κήρυξε την ανάστασή της». Θλίψη για την Τουρκιά, γι’ αυτό επιλέγει το «θαφτεί», αλλά ξεχνάει ότι κανένας κατακτητής ούτε θάβεται προκαλώντας συμπάθεια: συντρίβεται, εκδιώκεται, ούτε ανασταίνεται, λέξη που δηλώνει γενικώς κάτι ευοίωνο: Δεν λέμε, π.χ., ‘αναστήθηκε ο ναζισμός’, αλλά ‘βρυκολάκιασε’ ή ‘ξαναβγήκε το αυγό του φιδιού’. Και με τη νίκη του Κεμάλ το ‘22, η Τουρκία βρυκολάκιασε και συνέχισε την εισβολή-κατοχή σε ξένα εδάφη. Όμως, τι δουλειά έχει η Τουρκία στην Μικρασία; Το μείζον αυτό ερώτημα, που λύνει και απαντάει στα πάντα, η Δ.Σ αποφεύγει να θέσει. Τι δουλειά έχει, λοιπόν; Πώς βρέθηκε εκεί;
Δ΄ μέρος
Κεφ. Γ: Ήρθαν οι Έλληνες
Πάντως, μην έχει κανείς μας αυταπάτες: οι Έλληνες το ‘19 πήγαν στην Μικρασία για να κλέψουν τις περιουσίες των γηγενών Τούρκων, σελ. 209: «Με τι λεφτά θ’ αγοράσεις τη γης που θες; -Λεφτά, τι λεφτά; Άμ’ αν ήτανε να χρειαζούμαστε κι εδώ λεφτά, τότες τι χύνουμε το αίμα μας; Όλη τούτη η γη ήτανε τσιφλίκι των αρχαίων ημών προγόνων. Μας έχουνε γραμμένους για μερτικό στη διαθήκη τους». Άρα, όποιος μιλάει για ελληνική κληρονομιά στη Μικρασία, είναι κανάγιας χρυσοθήρας του Φαρ Ουέστ. Άρα, οι Έλληνες δεν πήγαν για να ελευθερώσουν ελληνικούς πληθυσμούς και ιστορικά απ’ την αρχαιότητα εδάφη του ελληνισμού, αλλά για να κλέψουν αυτούς που είχαν πάει 2000-2500 χρόνια μετά απ’ τους ‘Ελληνες, οι οποίοι το 1920 είχαν την βιομηχανία και το εμπόριο στα χέρια τους. Αυτά λέει η Δ.Σ και πρέπει να τα διαβάσουν οπωσδήποτε οι Έλληνες μαθητές για να καίνε με το δίκιο τους ελληνικές σημαίες και να μουτζουρώνουν αγάλματα και γκράφιτι του Κολοκοτρώνη.
Το παρόν κεφάλαιο τιτλοφορείται: «΄Ηρθαν οι Έλληνες». Κι αυτό, Έλληνας το λέει. Δεν λέει, πχ: ‘Η Απελευθέρωση της Σμύρνης!’ ή ‘Επιτέλους! ο στρατός μας στη Σμύρνη!’, παρά χρησιμοποιεί μιαν αντίστοιχη φράση με το “Ξανάρχονται οι Γερμανοί”. Και, «ήρθαν οι Έλληνες», σαν να είναι ξένοι και κατακτητές κι όχι συμπατριώτες τους Ελλαδίτες, όπως είναι το ακριβές, που ήρθαν να τους ελευθερώσουν, αν και (σ. 206, 7) γράφει βιαστικά με τι ανακούφιση και χαρά: «Χριστός Ανέστη! Ελλάδα, Ελλάδα μας, Μητέρα μας!» υποδέχτηκαν τον στρατό μας οι Μικρασιάτες, που τουφεκίζανε στα νεκροταφεία για να «Σηκωθείτε, παλληκάρια!΄Ηρτε η λευτεριά!». Κι ο Αξιώτης δεν λέει τα δικά του συναισθήματα αλλά είναι χαρούμενος: «Γύριζα με το τραίνο απ’ την Σμύρνη. Ήμουνα χαρούμενος, είχα πάρει σπουδαίες παραγγελίες»!!. Ενώ: (σ. 205), «Τους Τούρκους δεν τους φοβόμαστε πια εμείς, αυτοί μας τρέμανε. Είχαμε μεταλλάξει θέση, αντί ν’ αλλάξουμε κεφάλι.» Τι «κεφάλι» έπρεπε «ν’ αλλάξουμε» δεν μας το λέει έστω μετά 40 χρόνια. Σελ. 206: «Μόλις μαθεύτηκε πως στη Σμύρνη ξεμπάρκαρε ο ελληνικός στρατός, και τα πέντε γειτονικά τουρκοχώρια γινήκαν στάχτη. Νέα στάχτη, νέες συμφορές που θα φέρουνε κι άλλες, κι άλλες. Αλλά ποιος μπορούσε να κάνει τέτοιον απλό λογαριασμό μέσα στο μεθύσι της νίκης;». Ποια είναι αυτά τα χωριά και γιατί δεν τα ονοματίζει; Κι όχι της νίκης, αλλά της απελευθέρωσης, το σωστό, δεν είχαμε κάνει κάποια νίκη τον Μάη του 1919. Ο συσχετισμός απλός και καθαρός, όμως: Οι Τούρκοι θα κάψουν μες στην νίκη τους την Σμύρνη, συνάγεται, γιατί πρώτοι εμείς «κάψαμε τουρκοχώρια». Βασικό γνωστό επιχείρημα της αριστεράς και “φιλελεύθερων” δεξιών απολογητών της καταστροφής, θα το απαντήσουμε στο τέλος, όπου και επαναλαμβάνεται. Όμως, τα αμέλε ταμπούρια, η γενοκτονία των Ποντίων, η ισοπέδωση της Φώκαιας κι η εξολόθρευση των Φωκαέων (τότε πήγαν πολλοί Φωκαείς στη Μασσαλία, που είχαν ιδρύσει πρόγονοί τους, και στην Μασσαλία το 1923 ο Κεμάλ έστειλε τόνους κόκκαλα Ελλήνων για σαπούνι), τα πεντακόσια χρόνια σκλαβιάς και εξανδραποδισμού, μήπως εξώθησαν σ’ αυτήν την συμπεριφορά; Κάθε κατακτητής δεν γνωρίζει, κατά βάθος, ότι κάποτε θα πληρωθεί η κατοχή του με αίμα, βλ. Τριπολιτσά; Η Δ.Σ το ξέρει και το γράφει ακροθιγώς (σ. 205)
Αλλά περισσότερο τα διαφωτίζει στο γνωστό θαρραλέο άρθρο της, στο οποίο στρέφεται: α) κατά της σφαγής των οικογενειών των ταγματασφαλιτών στον Μελιγαλά από τον ΕΛΑΣ, ως αναίτια πράξη εκδίκησης β) κατά του βομβαρδισμού της Δρέσδης, ως επίσης αναίτια εκδίκηση γ) κατά όσων αναφέρει το (πλαστό;) ημερολόγιο Γκέλφαντ για τους χιλιάδες βιασμούς Γερμανίδων απ’ τον Κόκκινο Στρατό κι ό,τι άλλο ακολούθησε την προέλαση των σοβιετικών στρατιωτών στην Γερμανία, τους οποίους καθοδηγούσε η (πλαστή;) αφίσα με το σύνθημα: “Στρατιώτη, είσαι σε γερμανικό έδαφος! Ήρθε η ώρα της εκδίκησης!”. (Αναφέρονται στο βιβλίο: “1945, η πτώση του Βερολίνου”, του Άντονι Μπήβορ.) Στο περίφημο αυτό άρθρο της Δ.Σ, κατά της εκδίκησης των νικητών, μπορεί να εγκύψει ανανήφοντας κι ο ρέκτης ιστοριοδίφης των δημοσιογραφικών “ιών” (που τα ξέρουν όλα, απ’ τον καιρό του “Σχολιαστή”), ο οποίος έγραψε για την “Μαύρη βίβλο του Γιουνάν Ασκέρ”. Να σημειώσω ότι εκκρεμεί, από τον ως άνω ιστοριοδίφη, και το στηλιτεύω ευθαρσώς, η βιογραφία των έξι θρυλικών προλεταρίων που αυτομόλησαν απ’ το δολοφονικό Γιουνάν Ασκέρ και προσφέρθηκαν να πολεμήσουν εναντίον του, απ’ τις εθνικοαπαελυθερωτικές τάξεις του Κεμάλ. Κι ο Κεμάλ πώς τους τίμησε, ξέρουν;
(Σημ: Φυσικά και δεν υπάρχει τέτοιο άρθρο. Το επινόησα για να θέσω το ερώτημα: αν ο Κεμάλ με την πυρπόληση της Σμύρνης και τις σφαγές εκδικήθηκε αιτιολογημένα, τότε αιτιολογημένη στο υπερπολλαπλάσιο ήταν κι η ελληνική εκδίκηση το ‘19-‘22, την οποία προσπάθησε να αποτρέψει ο Βενιζέλος ως ατελέσφορη).
Στο Γιουνάν Ασκέρ, λοιπόν, υπηρετεί κι ο Αξιώτης που (σ. 221) συνεχίζει να εξομοιώνει: «Ούτε και θυμόμαστε πως μόλις χτες κατηγορούσαμε τους Τούρκους πως ήτανε θηρία. Τώρα ο πόλεμος είχε βάλει στα δικά μας χέρια τα βάρβαρα όπλα του. Είμαστε κυρίαρχοι». Χτες όμως δεν γινότανε πόλεμος, αλλά οργανωμένες επιθέσεις του τουρκικού κράτους που ξεπάστρευε άμαχους υπόδουλους Έλληνες. Στην συνέχεια, ο Μ.Α σκοτώνει έναν Τούρκο αιχμάλωτο, γαμπρό ενός διαβόητου τσέτη που «τάραζε το στρατό», αμάχους Έλληνες δεν λέει αν σκότωνε, απαράδεκτο για Τσέτη. Σχολιάζει (σ. 224): «Όσην ώρα ετοιμάζανε την αναφορά, εμένα το μάτι μου περιεργαζότανε τον σκοτωμένο. Τον ζήλευα, μα το Χριστό. Έμοιαζε τόσο σίγουρος» (σημ: ότι είχε το δίκιο με το μέρος του, ίσως εννοεί).Συνεχίζει: «Στον πόλεμο δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις την δολοφονία από τον πατριωτική πράξη». Δεν είναι καθόλου δύσκολο. Ο αμυνόμενος δεν δολοφονεί, ούτε όποιος εκδιώκει εισβολείς-κατακτητές. Η εξόντωση κατακτητών και εισβολέων δεν είναι μόνο υποχρέωση, είναι δικαίωμα, και το ξέρει. Αλλά: «Το κακό πλήθαινε, όπως και οι νεκροί» (σ. 227). Αυτό συνέβαινε τώρα, με τον στρατό μας, πριν δεν συνέβαινε, γι’ αυτό δεν το διαπίστωσε ο Μ.Α που μετά την δολοφονία του Τούρκου, λέει (σ. 225): «Την άλλη μέρα μετακινηθήκαμε … Μέσα στον τρόμο του πολέμου ξεθώριασε κι αυτή η ανάμνηση» (:του φόνου, εννοείται).
Αλλ’ αυτή η ανάμνηση αποδεικνύει όλη την ανειλικρίνεια της δήθεν μαρτυρίας Αξιώτη/Σωτηρίου. Αντί να πει, π.χ., ‘δεν έφυγε ποτέ απ’ τον νου μου’, λέει ότι «ξεθώριασε». Ότι έσβησε. Αλλά 33 σελίδες μετά η «ξεθωριασμένη του ανάμνηση μέσα στον τρόμο του πολέμου» ζωντανεύει ξαφνικά και γίνεται μάλιστα γενεσιουργός αιτία της κεμαλικής αντίδρασης: «Ο γαμπρός του Κιορ Μεμέτ δεν είχε πεθάνει. Απ’ το αίμα του θαρρείς ξεπηδάγανε τούτοι όλοι οι ψυχωμένοι διαόλοι». Και ξαναζωντανεύει στο τέλος, ή μάλλον βρυκολακιάζει, γιατί ο Μ.Α αυτόν θυμάται και αυτόν χαιρετάει φεύγοντας, σ. 340, όχι την Σμύρνη και το χωριό του, το Κιρκιντζέ, που δεν αναφέρει καν, αυτόν, τον γαμπρό του τσέτη Κιορ Μεμέτ χαιρετάει. Αυτός συμβολίζει την Μικρασία κι αυτό έγινε το ’22: Έλληνες σκότωσαν Τούρκους -και κλαίνε γι’ αυτό, όχι για την πατρίδα που τους πήραν. Θα το δούμε στο τέλος.
Ε΄ μέρος
Β) Τα Ματωμένα Χώματα και το ιδεολογικό τους υπόβαθρο
Στην σ. 233 του βιβλίου σταματάει αναγκαστικά κάθε συζήτηση περί λογοτεχνίας, αντικειμενικότητας κλπ. Ο ήρωάς του Αξιώτης, μέσω ενός φαντάρου απ’ την Κρήτη, ονόματι Νικήτας Δροσάκης, ανεβάζει στην σκηνή το ΚΚΕ (του οποίου η Δ.Σ κι ο Μ.Α ήταν πιστά μέλη), με την ασίγαστη μέχρι σήμερα προπαγάνδα του για: ‘ελληνική ιμπεριαλιστική εκστρατεία’: Ακούραστη προπαγανδιστική μηχανή κι ο οπαδός του Δροσάκης, παραδόξως πώς δεν ξεστομίζει ποτέ ούτε το όνομα του κόμματος ούτε ονομάζει την ιδεολογία του, αλλά αξίζει να δούμε πώς τον παρουσιάζει η Δ.Σ: «όταν γελούσε ένα φως αγάπης και καλοσύνης χυνόταν πάνω του». Χρειάζεται σχόλιο για το φωτοστέφανο; Ο τουλάχιστον μεσσίας βάζει μπρος και στην σ. 237 λέει: «Οι Τούρκοι είχανε πολεμοφόδια είχανε κι αεροπλάνα… τι να σου κάνει η δική μας αντρεία κι η ξιφολόγχη;», αλλά δεν λέει ποιοι τους τα δώσανε. Εν συνεχεία ο Δροσάκης, που η κρητική επανάσταση δεν του έχει εμφυσήσει και πολλά, κατηγορεί τον -σύμπτωση- συμπατριώτη του Βενιζέλο, «Ο Βενιζέλος παραφουσκωμένος με μεγαλοϊδεατικά οράματα, μάς ξαμόλησε στην Μικρασία και τρώμε το κεφάλι μας», σ. 239), κατηγορεί την Ελλάδα (σ. 273) σαν πιόνι των Δυτικών (ό,τι λέει, δηλαδή, σήμερα και ο Ερντογάν), ξεπλένοντας ουσιαστικά την δεξιά και τον Γλύξμπουργκ (σ. 252), τους κύριους ενόχους της Καταστροφής, και παρουσιάζοντας τους Τούρκους ως αθώους που πολεμάνε για την “πατρίδα” τους. «Μη βλέπεις ο Τούρκος, αυτός αγωνίζεται για το χωραφάκι του, το τζαμί του, τη φαμίλια του. Γι’ αυτόν ο Σαγγάριος ήταν οι Θερμοπύλες του, Σακάρ έλεγε και σκιρτούσε το φυλλοκάρδι του και περιφρονούσε τον θάνατο. Οι φαντάροι κουνούσανε το κεφάλι, Έχει δίκιο ο Δροσάκης λέγανε. Τι να το κάνουμε το δίκιο του μες στην φωτιά που μας κυκλώνει;» (σ. 252). Υπενθυμίζοντας αυτό που μουρμουράνε κι οι πέτρες, ότι Θερμοπύλες δεν αξιώνονται ποτέ εισβολείς και κατακτητές, μόνο για σφαγές και γενοκτονίες σεμνύνονται, παρακάμπτουμε την ύβρι της Δ.Σ. Καμμία νύξη, όμως, και πάλι, για τούρκικη κατάκτηση, εξανδραποδισμούς, γενοκτονίες, καμμία. «Αγωνίζονται για το χωραφάκι τους», που δεν ήταν ποτέ δικό τους, αλλά το είχαν κλέψει από αιώνες δολοφονώντας και δηώνοντας. Και πώς άραγε ήξερε ο Δροσάκης ότι ο Τούρκος, «Σακάρ έλεγε και σκιρτούσε το φυλλοκάρδι του και περιφρονούσε τον θάνατο», πολεμούσε δίπλα τους και τους άκουγε ή απέναντί τους, όπως λέει το κείμενο -ή το λέει λυρική αδεία για να είναι πιο παραστατική η προπαγάνδα του; Αλλά εδώ, φτάνουμε ξανά στο πιο καθοριστικό σημείο, που γύρω του αναπτύσσεται η ‘μαρτυρία’ ΄Αξιώτη.
Ο φαντάρος Δροσάκης που, παρ’ ότι δεν είναι βενιζελικός, το «Λαϊκό Κόμμα τον στέλνει ως ανεπιθύμητο Κρητικό στο μέτωπο», γιατίγια, για να κάνει προπαγάνδα, αντί να τον κρατάει στα μετόπισθεν, ξέρει, φυσικά, τα πάντα για τα πάντα, αλλά, Οκτώβριος του 1921, κατά το βιβλίο, δεν αναφέρει την σχεδόν ταυτόχρονη εισβολή Σοβιετικών και Τούρκων στην Αρμενία και την συνθήκη του Αλεξάντροπολ (τέλος 1920) που διαμοίρασε τα εδάφη του (Πόντο) Αρμενικού κράτους, ούτε την καταδίκη των τούρκικων σφαγών στην συνθήκη των Σεβρών ούτε λέει λέξη για το σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας Λένι-Κεμάλ, Μάρτιο του 1921, που συνοδεύτηκε με μεγάλη και συνεχή οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, μέχρι το τέλος του πολέμου, του Λένι προς τον Κεμάλ, αλλάζοντας τις ισορροπίες υπέρ της Τουρκίας (σε μια πρώτη σύμπλευση, που ουσιαστικά προανήγγειλε το σοβιετικοχιτλερικό σύμφωνο φιλίας, του επαναστάτη Λένι με τους ιμπεριαλιστές της Δύσης). Τον Απρίλη του 1921 οι της Αντάντ διακήρυξαν ουδετερότητα, Γαλλία και Ιταλία εξόπλιζαν κι αυτοί τον Κεμάλ, η Γαλλία υπέγραψε και σύμφωνο τον Οκτώβριο του ‘21, τον Μάρτιο του ’22 έκαναν συνθήκη οι Ιταλοί, που πολεμούσαν εξ αρχής εναντίον μας μαζί με τους Τούρκους, ενώ στο τέλος οι Βρετανοί διέκοψαν κάθε βοήθεια προς τον στρατό μας… Ω του θαύματος και της δικαιοσύνης, ω της δικαίωσης! Όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις, επιτέλους, εναντίον της κακής ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, επίσημοι πλέον σύμμαχοι (όπως η Αίγυπτος το 1821) της προκαπιταλιστικής Τουρκίας που δεχόταν επίθεση από την Ελλάδα. Μαζί τους, στο ίδιο μετερίζι, πάντα πρωτοπόρος ο «αρχηγός με μούσι. Λένι, κάπως έτσι τον λένε». Την ίδια στιγμή, την Ελλάδα κυβερνούσε μια ανίκανη, μειοδοτική κυβέρνηση που πέταξε και τις τελευταίες δυνατότητες να διασώσουμε την συνθήκη των Σεβρών, αρνούμενη, ανάμεσα σε τόσα λάθη, τον Μάρτη του ‘21 συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.
Όλ’ αυτά δεν απασχολούν τους εκατόγχειρες επαναστάτες, όπως ο Δροσάκης που μες στον πόλεμο γράφει ποιήματα (σ. 243), γράφει βιβλία (σ. 245), όντας πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στον αγώνα, διαβάζει στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν ξένο τύπο (σ. 245, 274), χωρίς να λέει, όπως υποχρεούται, η Δ.Σ έστω έναν τίτλο ή πώς τον προμηθεύθηκε. Και ξέρει φυσικά, ο Δροσάκης, που φέρνει την Νίκη, λέγεται Νικήτας, και δροσίζει, Δροσάκης, τις καρδιές των στρατιωτών με το άγγελμα της συναδέλφωσης και του αντιϊμπεριαλισμού -του ελληνικού ‘ιμπεριαλισμού’ κατ’ αρχάς-, ξέρει λοιπόν, και αυτός και η Δ.Σ, πόσο η Αντάντ βοηθάει την Τουρκιά: («Τις ακούς τις ύπουλες λιγωτικές μαντιοφόρες; Είναι Γαλλίδες πόρνες… Τούτες για άκου… είναι εγγλέζικες… φτου κερατοκερατάδες του κερατά», σ. 258), αλλά για την βοήθεια του Λένι και τα χιλιάδες σύγχρονα πυροβόλα που έστελνε στον Τούρκο δεν ξέρει και δεν λέει λέξη. Το γεγονός αποσιωπάται απ’ τον Αξιώτη και τον Δροσάκη (βλ. σ. 251), που δεν παραλείπουν να προβάλλουν τον Κεμάλ σαν έναν ακέραιο πολεμιστή που, πχ, δεν ντρεπόταν για τις σφαγές των Ποντίων στην Σαμψούντα υπό την καθοδήγησή του και όλα τα υπόλοιπα, αλλά για το στρατό μας: «Ο νους τριγύριζε στο πλιάτσικο. Οι φαντάροι ταράζανε τα τουρκοχώρια. Ο Κεμάλ μηνούσε: «Ντρέπουμαι να έχω τέτοιους αντιπάλους» (σ. 258). Με το δίκιο του ντρεπόταν, αφού στην μάχη δεν τους νίκησε ποτέ, παρά την αμέριστη βοήθεια από την Αντάντ και τον Λένι. Συνεχίζει η Δ.Σ, σ. 259: «Το κίνημα της αντίστασης του Κεμάλ σήκωσε τις καρδιές των Τούρκων», επαινεί λυρικά τους κατακτητές της Μικρασίας, που έχουν «κίνημα αντίστασης» κι είχαν ήδη διαπράξει τρεις γενοκτονίες: Αρμένιους, Ασσύριους, Πόντιους, κι αυτή τους παρουσιάζει ως αδικημένους που πονάνε την ‘πατρίδα’ τους.
Και ακολουθεί, σ. 259, το μεγάλο κι ασύντριφτο επιχείρημα του ΚΚΕ και των Τούρκων (το επανέλαβε πρόσφατα σε άρθρο του κι ο Τούρκος πρέσβυς: “Τι δουλειά είχε η Ελλάδα να εισβάλλει στην καρδιά της Τουρκίας;”. Αλλά η καρδιά της Τουρκίας είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά, στην Μογγολία, η καρδιά κι οι ακτές της Μικρασίας ανήκουν στους λαούς της -και στους ΄Ελληνες, μεταξύ άλλων, όχι στους κατακτητές της). Ο Αξιώτης έχει άλλα κατά νουν: «Μήπως το αίμα μας στηρίζει μια υπόθεση άδικη και παράλογη; Τι γυρεύουμε εμείς εδώ κάτω;». Για απάντηση στο τελευταίο, θα χρησιμοποιήσω τον τίτλο της ομιλίας του Γιάννη Τριάντη, στην διαδικτυακή διημερίδα για την Σμύρνη και το ‘22 που διοργανώσαμε στην Ανοιχτή Τέχνη. Ο τίτλος της ομιλίας: “Τι γύρευε ο Ηράκλειτος στην Μικρασία”; Τι γύρευε, λοιπόν;
Και ποια λευτεριά γύρευαν δήθεν το ‘22, λέω εγώ, αντιγράφοντας τον Δροσάκη και την Σωτηρίου: «Είπες ο αγώνας για τη λευτεριά. (σημ. δική μου: Της Μικρασίας, εννοείται). Ποια λευτεριά;», κροταλίζει σαν λενινιστικό πυροβόλο ο Δροσάκης (σ. 259) και παινεύεται: «Εγώ την πατρίδα δεν την μπερδεύω με την κυβέρνηση και με το κράτος», ξιφουλκεί (σ. 260) κατά του εσωτερικού εχθρού, αλλά δεν μας λέει με τι δεν την μπερδεύει, ούτε τι είναι γι’ αυτόν η πατρίδα (η Ελλάδα, το κόμμα, η ΕΣΣΔ, η επανάσταση;) και τι είναι η Μικρασία. Με την διακήρυξή του αυτή, βέβαια, προσπαθεί να αθωώσει πρωθύστερα τον εαυτό του, ως εντολοδόχο, και το κόμμα, το άρρητο τριγράμματο, ως εντολέα, απ’ τις κατηγορίες για προδοσία που θα ακουστούν σ’ όλη την διάρκεια του πολέμου και μετά το ‘22 κατά του ΚΚΕ (ΣΕΚΕ). Γι’ αυτό ας θαυμάσουμε τις απόψεις Δροσάκη για την λευτεριά. Του λέει αναπάντεχα ο Αξιώτης: «Η λευτεριά κοστίζει ακριβά, όταν πολεμάς για δαύτη η φρονιμάδα είναι χασούρα.» Του απαντάει: «Όμορφη κουβέντα, μόνο που εδώ δεν έχει θέση… εγώ θα ‘δινα δέκα ζωές για την λευτεριά… -Γιατί δεν έχει θέση -Θα μάς φέρει μακρυά η κουβέντα». (σ. 236)
Αλλά η Δ.Σ. έχει καιρό να εξομοιώσει Έλληνες και Τούρκους, και ‘κει που διηγείται για τους βιασμούς των Τούρκων, ακούμε έναν Έλληνα φαντάρο: «Για λέγε πώς τα ξεπαρθένευαν τα κορίτσια, οι άτιμοι. Εμείς άμα πέσουμε σε τουρκοχώρι, τις γλεντούμε με το μαλακό τις χανουμίτσες, δεν τις σφάζουμε. -Αυτές είναι πονηρές και αρζίσες» (σ. 261). «Και γελούσανε. Τόσα χρόνια συντροφιά με την αποκτήνωση, πού αλλού μπορούμε να φτάσουμε». Και βιάζαμε λοιπόν και γελούσαμε αποκτηνωμένοι, ακόμα και με τους βιασμούς των Ελληνίδων απ’ τους Τούρκους -“και με κοιμήθηκαν Τούρκοι πολλοί” που λέει μια παπαδιά και μεταφέρει το κλάμα της ο Μακρυγιάννης στα “Απομνημονεύματα”. Αποκτηνωμένοι εμείς, αποκτηνωμένοι, συνάγεται, κι οι άλλοι, τα ίδια κάνανε όλοι, μην κατηγορούμε τους Τούρκους.
Κι ενώ η προπαγάνδα κι η υπονόμευση της απελευθέρωσης και του φρονήματος των στρατιωτών (βλ. σ. 252), στις οποίες προέβαινε μεθοδικά το ΚΚΕ (ΣΕΚΕ) ήταν φυσικό να προκαλεί την αντιμετώπισή τους, η Δ.Σ παρουσιάζει ‘χαφιέδες’ του στρατού (σ. 270) να παρακολουθούν τους γενναίους επαναστάτες που διακρίνονται και στην μάχη και στα μετόπισθεν και ως τραυματίες στα νοσοκομεία, παντού. Και «νεκρανασταίνονται» μια δρασκελιά πριν τον θάνατο. Τι θα έπρεπε να κάνει, όμως, το κακό γιουνάν ασκέρ, να τους αφήσει να υπονομεύουν; Τι θα έκανε ο κόκκινος στρατός ή ο τούρκικος σε ανάλογες περιπτώσεις; Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ γιατί δολοφονούσε αθώους Τροτσκιστές που ήταν κατά της αντίστασης στους Γερμανούς; Γιατί εκτελούσε συνεργάτες των Γερμανών; Το ‘φωτιά και τσεκούρι’ τους θυμίζει κάτι;
Σελ. 274: «Έβγαλε ο Δροσάκης μερικά ξένα περιοδικά: Ν’ αδειάσουν οι Έλληνες την Μικρασία δίχως όρους… δεν τους στείλαμε να κάνουν κατοχή. Η Νέα Τουρκία είναι πραγματικότητα, πήρε συνείδηση της ιστορικής της αποστολής. Το ν’ αντισταθούμε στ’ είναι μεγάλο σφάλμα». Ξένα περιοδικά χρησιμοποιούν πρώτο πληθυντικό, μιλάνε για «ανανεωτικά ιδανικά» και «συνείδηση της ιστορικής της αποστολής» της Τουρκίας: Ποια είναι άραγε; Η συμμαχία της με τον Χίτλερ, του οποίου πρότυπο θεωρείται πλέον ο Κεμάλ (βλ: Stefan Ihrig: “Ατατούρκ και Ναζί”, εκδ. Παπαδόπουλος); Οι εισβολές στην Κύπρο, Ιράκ, Συρία, οι σφαγές των Κούρδων; Και καλούν, τα περιοδικά, να «μην τους αντισταθούμε». Ποια να ήταν τα έντυπα αυτά άραγε, γιατί δεν τα αναφέρει η Δ.Σ, όπως οφείλει για να τεκμηριώσει την αναφορά της; Αλλά στη σ. 257, μας αποστομώνει, γράφει πώς τα βρίσκει ο Δροσάκης: «Του ζήτησα (: ενός άσχετου φαντάρου) να μου στέλνει με τρόπο σίγουρο, τις ξένες εφημερίδες». Θα έστελνε ένας φαντάρος από την Σμύρνη ξένες εφημερίδες σε άλλον φαντάρο στο μέτωπο. Πρόκειται για γελοιοποίηση κάθε μυθιστορηματικού κανόνα και των ίδιων των τραγικών γεγονότων: για να συμβεί αυτό έπρεπε να υπάρχει ολόκληρο δίκτυο, κι αν υπήρχε δεν θα χρησιμοποιούσε έναν άσχετο φαντάρο με κίνδυνο να τους αποκαλύψει από λάθος. Πιο πριν μια ακόμη αθώωση: «΄Ετσι είναι .. εδώ πλερώνουμε δικές μας και ξένες αμαρτίες και πρώτα πρώτα τις φαγωμάρες των μεγάλων για το μοίρασμα της Ανατολής» (σ. 274).
Κι η απαλλαγή τση Τουρκιάς συνεχίζεται, αδιαλείπτως: «Αυτοί που μας στείλανε στην Μικρασία, αυτοί τώρα μας λένε: ουστ κιοπέκ», λέει (σ. 273) ο Δροσάκης, που ‘μαθε και τουρκικά, σαν η Ελλάδα να βρέθηκε στην Αλάσκα κι όχι σε ιστορικά της εδάφη από τρισχιλιετίας για να τα απελευθερώσει, και εξαπολύει νέο κατηγορώ κατά του Βενιζέλου, τον οποίο εξομοιώνει με τον Κωνσταντίνο (σ. 275 αλλά και 249). Έχει δίκιο η Αγγέλα Παπάζογλου στα “Χαΐρια μας εδώ” που γράφει: “Βρίζουνε τον Βενιζέλο όχι επειδή θα μας ελευθέρωνε, αλλά επειδή μας ελευθέρωσε!”. Στην σ. 239 η Δ.Σ βάζει τον Αξιώτη να παίξει τον ρόλο του μέσου Έλληνα και δη Μικρασιάτη: «Να ‘ναι νικήτρια η Ελλάδα και λείψανο η Τουρκία και να μην έρθει να μας λευτερώσει, όπου αιώνες στενάζαμε στην σκλαβιά …το μεγαλείο της φυλής … ήτανε δικά μας, καταδικά μας χώματα από τα πανάρχαια χρόνια;» και τον Δροσάκη ν’ απαντάει: «Να σας λευτερώσει, Μανωλάκη μου, (:προσέξτε το υποτιμητικό υποκοριστικό), να σας λευτερώσει όχι να σας καταστρέψει». Κάτι ξέχασε ο παντογνώστης Δροσάκης. Ότι τους κατέστρεψαν με την βοήθεια του ίδιου και της ιδεολογίας του, κι ας τον παρουσιάζει η Δ.Σ να ανδραγαθεί συνέχεια. Άλλωστε, οι ομοϊδεάτες του διακήρυξαν επισήμως, πως “δεν λυπηθήκαμε, αλλά επιδιώξαμε την αστικοτσιφλικάδικη ήττα”. Θα τα δούμε πιο κάτω αυτά -θα δούμε τι σημαίνει δόλος και τι ενδεχόμενος δόλος. Αλλά ποιος είπε στον Δροσάκη ότι όλοι οι απελευθερωτικοί αγώνες καταλήγουν πάντα σε νίκη; Είναι Κρητικός και δεν ξέρει οι παπούδες του πόσες επαναστάσεις κάνανε μέχρι να λευτερωθούν και πόσους νεκρούς είχανε; Ρώτησε το αίμα απ’ το κομμένο κεφάλι του Δασκαλογιάννη, για να μάθει;
Στ΄ μέρος
Κεφ. δ: Η καταστροφή
Κι αρχίζει πια η αποσύνθεση του στρατού που αδρανεί και καταρρέει από την έλλειψη σχεδίου και εφοδίων και από τα κατά συρροήν ασυγχώρητα εγκληματικά λάθη των βασιλοδεξιών, ο Δροσάκης τραυματίζεται πάλι στο μέτωπο και ακούει να του λέει έκθαμβος ο Αξιώτης: «Τώρα σε κατάλαβα, Δροσάκη. Τράβα μπροστά και θα σ’ ακλουθήσω. Χιλιάδες θα ‘ρθούμε μαζί σου» (σ. 285). Το μέτωπο σπάει, η αντεπίθεση των Τούρκων ξεκινάει, κι ο Αξιώτης οραματίζεται τον κομμουνιστικό παράδεισο. Ποια Ελλάδα, ποια λευτεριά της Μικρασίας και Ιστορία; Εξ ου και η βοήθεια του Λένι και των μπολσεβίκων λάμπει συνεχώς δια της απουσίας της και κατηγορείται μόνο η Δύση (σ. 297, 8), αποσιωπούμενης συστηματικά της συμμαχίας ΕΣΣΔ-Τουρκίας (που συνεχίζουν σήμερα οι Πούτιν-Ερντογάν).
Στην επόμενη σελίδα, 299, μάς επιφυλάσσει μιαν ακόμη έκπληξη: Συνδυάζει την λευτεριά της Μικρασίας, σ’ ένα συγκινητικό στιγμιότυπο, με την εγκατάλειψη των Μικρασιατών απ’ την μειοδοτική ελλαδική κυβέρνηση. Δεν συνέβη αυτό, λέει ανακρίβειες; Όχι. Έγινε, δεν λέει ψέμματα, οι απελευθερωτές, με την αλλαγή κυβέρνησης, έγιναν κλιμακωτά υπαίτιοι της ήττας, αλλά αυτό δεν αναιρεί το δίκαιο της απελευθέρωσης. Δεν πήγε η Ελλάδα στην Μικρασία για να καταστρέψει τον μικρασιάτικο ελληνισμό και να ζούμε για πρώτη φορά στην Ιστορία μας χωρίς την μία πλευρά του Αιγαίου (παρατήρηση του αείμνηστου Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου). Το ότι τον κατέστρεψε με την εθελοτυφλία και τα εγκληματικά της λάθη η βασιλοδεξιά, δεν αλλάζει την ιστορική αναγκαιότητα της απελευθέρωσης. Έχουμε, άραγε, σκεφτεί πώς αισθάνονταν οι Μικρασιάτες, απ’ το 1821 και μετά, κι από τους Βαλκανικούς και μετά, ξέροντας ότι τα νησιά δίπλα τους ήταν ελεύθερα κι αυτοί σφάζονταν στα αμελέ ταμπουρού και στον Πόντο; Τι έπρεπε να κάνει η Ελλάδα, να αρνηθεί να τους απελευθερώσει;
Η Δ.Σ διηγείται, λοιπόν, (σ. 299 κ.ε) ένα επεισόδιο όπου ένας κουρέας, την ώρα που λέει πως πρόσφερε όλο του το κομπόδεμα για την ενίσχυση του στόλου μόλις αυτός έδεσε στην Σμύρνη το ‘19, ο γιος του φωνάζει ότι ο ελληνικός στόλος τους εγκαταλείπει, Αύγουστος ‘22. Στο σημείο αυτό, η Δ.Σ μιλάει, απ’ τις λίγες φορές, για απελευθέρωση της Σμύρνης, αλλά αλλάζει πορεία γρήγορα: Καθώς οι Μικρασιάτες αναζητούν τρόπο να ξεφύγουν απ’ τον θάνατο και την ατίμωση, διαμοίβεται ο εξής διάλογος μεταξύ του Αξιώτη και της μάνας του: «-Αν πιστεύεις πως θα μείνουμε στο έλεος των τσετών, σήκω και φύγε. -Τι να πα’ να κάνω μάνα στην Ελλάδα μ’ άδεια χέρια, ζήτουλας να γίνω; -Κάλλιο ζήτουλας παιδί μου, παρά … ωχ μην κακομελετώ» (σ. 307). “Καλλίτερα, καλλίτερα διασκορπισμένοι οι Έλληνες να τρέχωσι τον κόσμον με εξαπλωμένην χείρα ψωμοζητούντες, παρά προστάτες να ‘χωμεν…” Στον αντίποδα των στίχων του Κάλβου (Αι ευχαί, γ΄), ο Αξιώτης προτιμάει την σκλαβιά απ’ την ελευθερία εφαρμόζοντας πρωθύστερα την γραμμή Ζαχαριάδη: “Τη «λευτεριά» μας θα τη στηρίζαμε στην υποδούλωση του Τουρκικού λαού! Αυτό εμείς δεν το δεχόμαστε” (βλ. άρθρο του πιο κάτω). Άρα, ξέρει τι λέει ο Αξιώτης: προτιμότερο να είμαστε σκλάβοι εμείς κι όχι “λεύτεροι” -και κατακτητές μας οι Τούρκοι. Δεν δεχόμαστε το αντίθετο.
Εξ ου κι η Δ.Σ τους εξαιρεί πάλι από κάθε ευθύνη (σ. 308, 9): «Ένας μπακάλης άρχισε να βρίζει τους φραγκολεβαντίνους… στέλνανε γραφές στα γκούβερνα να μη γίνει ελληνική κατοχή … την έχθρητα που μας είχανε οι Λεβαντίνοι, ούτε οι Τούρκοι δεν την είχανε … η καθολικιά η μάνα του: ούτε για μυρουδιά δεν θα μείνει Έλληνας στην Σμύρνη». Ο μπακάλης δεν βρίζει τους Εφιάλτες Στεργιάδη και Κωνσταντίνο (το άγαλμα του οποίου στο πεδίο του Άρεως πρέπει να αντικατασταθεί με άγαλμα του Πλαστήρα ή όποιου αποφασισθεί) ούτε τους Τούρκους και τους μπολσεβίκους -τους Δυτικούς μόνο. Στην σ. 317 βιώνουν άλλοι τα επίχειρα αυτής της εξαίρεσης: «… είχαμε περσότερη πίστη στη θηριωδία των Τούρκων παρά στο έλεος των συμμάχων», διακηρύσσει ο Αξιώτης. Κι ακριβώς πέντε γραμμές πιο κάτω μιλάει για τους βιασμούς των κοριτσιών απ’ τους Τούρκους, στους οποίους «είχε πίστη». Τι να σχολιάσω; Έχει νόημα; “΄Εργα ηρώων, αν σφάξητε αδύνατα παιδία. Έργα ηρώων, αν πνίξητε τας τρυφεράς γυναίκας και τα γερόντια” (Ανδρέας Κάλβος, Τα Ηφαίστεια, κα΄).
Στην σ. 311 φτάνουμε την κορύφωση αυτού που οφείλουμε να ονομάσουμε προπαγάνδα: «Βάλαν φωτιά στην Σμύρνη… αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη την Σμύρνη. Ποιο συμφέρον έχουνε; Αφού έγινε δικιά τους τώρα». Και ο Αξιώτης αντιτείνει αμέσως: «και ‘μεις τι συμφέρον είχαμε που καίγαμε τα τουρκοχώρια στην υποχώρηση;». (βλ. και σελ. 287). Βέβαια, ξεχνάει να πει προς επίρρωση ότι «καίγαμε τουρκοχώρια και στο μεθύσι της νίκης» (σ. 206), δεν είναι η μόνη αντίφαση. Η απάντηση λοιπόν (θυμίζω ότι η Δ.Σ δεν γράφει πολλά για τις φρικαλεότητες των Τούρκων κατά αιχμαλώτων και αμάχων στην υποχώρηση, αλλά και πριν και μετά, βλ. σφαγή χιλιάδων αμάχων στο Σίπυλο όρος της Μαγνησίας), η απάντηση στο λογικοφανές επιχείρημα βρίσκεται στα ίδια τα γραφόμενα της Δ.Σ: α) σε όλη την ιστορία οι νικητές καταστρέφουν τα ξένα μέρη, όχι αυτά που κατέκτησαν και θα ζήσουν, αλλοιώς οι Τούρκοι θα έκαιγαν και την Κωνσταντινούπολη, π.χ. β) οι ηττημένοι καίνε υποχωρώντας εκδικούμενοι για την ήττα τους, δεν καταστρέφουν μέρη που περιήλθαν στην κατοχή τους -οι νικητές δεν είναι ηττημένοι και δεν καίνε ό,τι καρπώθηκαν. Το διατύπωσε κι αυτό ο Τούρκος πρεσβευτής στο προαναφερθέν άρθρο του (“Γιατί να κάψουμε την Σμύρνη, αφού την καταλάβαμε;”, εννοώντας ότι την κάψαμε εμείς και οι Αρμένιοι για να το ρίξουμε σ’ αυτούς-και να κάνουμε πιο εύκολη την σωτηρία στους διωκόμενους Μικρασιάτες).
Γιατί την κάψανε, λοιπόν, ενώ την κατακτήσανε; Την απάντηση δίνει η ιστορική πορεία της Τουρκίας στα 1000 χρόνια που ενέσκηψε στην Μικρασία. Και από ατόφιο μίσος και βαρβαρισμό. Για να εξαλείψουν ό,τι ελληνικό, το λέει πιο κάτω η Δ.Σ, αλλά κι ο Τούρκος κεμαλιστής πολιτικός, δημοσιογράφος Φατίχ Ριφκί Ατάι, στο βιβλίο του “Τσανκαγιά”, 1958, σελ. 212: “Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτήρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες…”. Για να σβήσουν την Ιστορία και τον πολιτισμό, που είναι ταυτόσημα. Η ανθρώπινη εμπειρία λέει όμως ότι η Ιστορία κι ο πολιτισμός ούτε καίγονται ούτε χάνονται. Κι ούτε υποδουλώνονται. Εκδικούνται, με την υπόμνησή τους και μόνο, ως συνώνυμα της ελευθερίας. Καμμιά φορά, μάλιστα, γίνονται και κριός απελευθέρωσης.
Η Δ.Σ αφήνει σαφώς, λοιπόν, να εννοηθεί ότι η πυρπόληση της Σμύρνης και οι σφαγές είναι εύλογη εκδίκηση για όσα έκαναν οι Έλληνες, που ως γνωστόν κάψανε όλες τσι Σμύρνες τση Τουρκιάς. Αν αυτό γίνει αποδεκτό, τότε υποχρεωτικώς πρέπει να γίνει επίσης αποδεκτό, από όλους, ότι οι Έλληνες δικαιούνταν, και δικαιούνται, το γιουνάν ασκέρ κι η μαύρη βίβλος του, να μην αφήσουν τούρκικη σκιά στην Μεσόγειο και στα εδάφη του ελληνισμού, για όσα τους έκαναν οι Τούρκοι. Έτσι ορίζει η λογική του συλλογισμού τους. Την αποδέχονται, εικάζω.
«Τούρκοι! Τσέτες! Μας σφάζουν! Έλεος!… Η φωτιά όλη την νύχτα αποτελειώνει τον χαλασμό… Αχ γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας!» (σ. 312-313). Παρατηρεί κανείς κάποια ανακολουθία στην περιγραφή της; Όχι, βέβαια. Δεν γράφει: “Γκρέμισαν οι Τούρκοι την Σμύρνη, τον κόσμο μας, την ζωή μας”, όχι. Γκρέμισε, με παθητική σημασία, που δηλώνει ότι κάτι έγινε μόνο του, όχι ότι το διέπραξε κάποιος, όχι με ενεργητική σημασία που υποκείμενο-δράστης είναι κάποιος άλλος, αλλά με παθητική, που υποκείμενo είναι ο ίδιος ο πάσχων.
Στην σ. 320 η Δ.Σ διασώζει την τουρκική προσταγή: «Ν’ αδειάσει ο τόπος απ΄ τους Γιουνάνηδες», που εξηγεί και την πυρπόληση της Σμύρνης, και στην παραμεθεπόμενη τούρκικος όχλος κομματιάζει Έλληνες αιχμαλώτους που: «Μου σκοτώσανε το παιδί! Εμένα την γυναίκα! Εμένα κάψανε το σπίτι!», (σ. 323), άρα, λοιπόν, δεν έχει δίκιο να εκδικηθεί ο Τούρκος παρά το διεθνές δίκαιο; προκύπτει το αιτιώδες ερώτημα. Σελ. 327, οι αιχμάλωτοι Έλληνες, κι ο Αξιώτης φυσικά, βρίσκουν καλούς Τούρκους που τους συμπονούν και τους δίνουν νερό και σταφύλια, «εμείς καλά περνούσαμε τόσον καιρό μαζί σας», λένε οι κατακτητές επαινώντας τους κατακτημένους, που δεν επαναστατούσαν τόσο καιρό και που τώρα μερικοί βρίζουν την Ελλάδα για να γλυτώσουν και «ξευτιλίζονται», εξανίσταται ο Αξιώτης, από φιλοπατρία ή όχι, καθώς ακούγεται ο καλπασμός του Τσέτη της ακόλουθης σελίδας, 328, που διατρανώνει: «εγώ πολέμησα, ήμανε θεριό στη μάχη … μα χέρι πάνω σας δεν απλώνω, δεν είμαι άνανδρος εγώ». Και δυο μόλις λέξεις παρακάτω ένας χότζας δίνει ένα χασοπομάχαιρο στο γιο του να σφάξει έναν αιχμάλωτο συμπολεμιστή του Αξιώτη που, κατά τον χότζα, «ατίμασε τη μάνα σου». Το παιδάκι τον σκοτώνει, αλλά ο γενναίος τσέτης της Δ.Σ έχει εξαφανισθεί σαν το τζίνι του Αλλαντίν, αντί να παρεμβληθεί και να πει, πχ: ‘δεν σκοτώνουμε αιχμαλώτους’. Κι ο Αξιώτης που το βλέπει, πώς αντιδράει; «Το κορμί του Στεφανή σπαρτάρισε … ο χότζας ευφραινόταν… εμείς ευκαιρία ζητάγαμε να ξεκουράσουμε τα πληγωμένα ποδάρια μας» (!), άρα αποδέχεται ως δίκαιες τις κατηγορίες και επιβεβλημένα τα ‘αντίποινα’ των Τούρκων και δεν ξοδεύει ούτε μια λέξη συντροφικότητας κι ανθρωπιάς για τον δολοφονημένο Στεφανή, «το παλληκάρι», παρά νοιάζεται για τα «πληγωμένα ποδάρια» του που δεν μας λέει κιόλας τι είχαν -δίπλα του το κορμί του συμπολεμιστή του σπαρταράει.
Εν συνεχεία, ο Αξιώτης το σκάει μαζί μ’ έναν άλλον φαντάρο και προσπαθούνε να διαφύγουν στα ελεύθερα νησιά του Αιγαίου, στο φευγιό περνάει κι απ’ το χωριό του (!), όπου βρίσκουν καπνό και ρακί, ο Αξιώτης κολυμπάει μέχρι σ’ ένα ξερονήσι κοντά στην Σάμο, και με την βοήθεια δυο Σαμιωτών βαρκάρηδων μεταφέρει και τον άλλο φαντάρο, που δεν ήξερε μπάνιο, σ’ ένα επεισόδιο όχι και τόσο πειστικό.
Και φτάνουμε στο τέλος. Ο «αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο συνδικαλιστής» κ.λπ., πάει με την βάρκα στην Σάμο, σμίγει με άλλους πρόσφυγες που αφηγούνται τις φρίκη απ’ τις ασύλληπτες θηριωδίες των Τούρκων, που δεν ονοματίζονται παρά μόνο ως τσέτες, κι ο Αξιώτης, ακόμα κι εκεί που περιγράφει βιασμούς μικρών κοριτσιών, δεν κατηγορεί τους Τούρκους, αλλά οικτίρει την ανθρώπινη κατάσταση -δεν βίαζε όμως η ανθρωπότητα, οι Τούρκοι βιάζανε: «Ααααχ, αχ, πλάσματα της γης! Ποια δύναμη σκότωσε την ψυχή σας, ανθρώπινα χαμόγελα που γενήκατε τρόμος, μόνο τρόμος και θάνατος!» (σ. 339).
Κι αποχαιρετάει πια την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Μικρασία, τον τρισχιλιετή πολιτισμό της, στον οποίο η Δ.Σ δεν έδωσε και πολύ σημασία, ποιος Ηρόδοτος κι Αναξίμανδρος, βλέπει τα κατακτημένα μικρασιατικά παράλια απέναντι και οργανώνει έναν αποχαιρετισμό που μοιάζει με απολογία. Αφού σε μια παράγραφο στριμώχνει όλο τον ελληνικό κατατρεγμό και ξεριζωμό, αλλά χωρίς αναφορά στους αιχμαλώτους, στους λιντσαρισμένους, στους ελλαδίτες και μικρασιάτες που ‘πέσαν για την λευτεριά της Ιωνίας, στην επόμενη παράγραφο αναπολεί ονομαστικά, αυτό ως φαίνεται τον απασχολεί περισσότερο, διάφορους Τούρκους σαν να ‘ταν η αληθινή οικογένειά του, αναπολεί λυρικά και τα καλούδια της Ανατολής που έφερνε στην Σμύρνη το εμπόριο (τώρα οι έμποροι δεν «κλέβουν», όπως έλεγε στην αρχή), και χαιρετάει το τουρκάκι φίλο του, τον Σεφκιέτ, λέγοντάς του: «Θερία γενήκαμε. Μαχαιρώσαμε, κάψαμε τις καρδιές μας άδικα».
Άδικα! Δηλαδή, μια χαρά πέρναγαν, μας λέει, υπόδουλοι αυτοί, δυνάστες τους οι Τούρκοι, τι γυρεύαμε στην Μικρασία να τους ελευθερώσουμε; Και για να ολοκληρώσει την απολογία του αποχαιρετάει δυο φορές τον γαμπρό του Κιορ Μεμέτ, τον οποίο είχε σκοτώσει, και κάνει τον εξής απολογισμό προετοιμάζοντας την κορώνα του τέλους (σ. 340): «Εγώ σε σκότωσα και κλαίω -(!, δικό μου το θαυμαστικό)- γι’ αυτό. Λογάριασε τι μου ‘φαγες εσύ: Αδέρφια, φίλους, πατριώτες, τ’ αμέλε ταμπούρια, ολόκληρη σφαγμένη γενιά», λέει, ξεχνώντας ν’ αναφέρει πως του ‘κλεψε την πατρίδα του και την λευτεριά. Ξεχνάει και να του ζητήσει να κλάψει κι αυτός, τουλάχιστον. Εύχεται, ο Αξιώτης, να μην είχε συμβεί τίποτε, κι αναθυμάται όχι ονομαστικά τους δικούς του ανθρώπους, όπως έκανε με τους Τούρκους, αλλά την χωρίς πια Έλληνες γη, τα δάση, τους κότσυφες και τις μαντζουράνες της Μικρασίας -και μια ανθρώπινη παρουσία ευτυχώς, τις «όμορφες των πανηγυριών». Και σαν να μην θέλει να πάψει να είναι υπόδουλος και να μην θέλει να ξεφύγει ούτε την τελευταία στιγμή απ’ την ισοπέδωση του χρόνου και της Ιστορίας, και απ’ την εξομοίωση κατακτητή και κατακτημένου, Ελλήνων και Τούρκων, αναφωνεί: «Αντάρτη (του δίνει και αίγλη αλλάζοντάς του ιδιότητα: μέχρι τώρα τον έλεγε γαμπρό, όχι αντάρτη!) του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη που μας γέννησε, Σελάμ Σοϊλέ…», ζητάει σαν να πρόκειται για εμφύλιο, μιλώντας μισά ελληνικά, μισά τουρκικά, «ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέμπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!», καταλήγει γενικά κι αόριστα και δεν ονοματίζει τους αίτιους, στους οποίους δεν περιλαμβάνει, προφανώς, τον εαυτό του, τον Δροσάκη και την υπονομευτική του στάση, ούτε τον Λένι. Πώς, λοιπόν, να τολμήσει να ξεστομίσει την ιστορική αλήθεια: Ανάθεμα στον κατακτητή, ανάθεμα στην Τουρκία.
Δεν λέει, όμως, ούτε, π.χ: ‘Σμύρνη μου, Μικρασία μου, χωριό μου Κιρκιντζέ, δεν θα σας ξεχάσουμε, Σμύρνη, θα ‘ρχόμαστε στα όνειρά μας, θα ξανάρθουμε σαν επισκέπτες’, δεν λέει όσα λένε για την Σμύρνη τα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια που, όπως όλες οι υψηλές δημιουργίες, δεν υπηρετούν ιδεοληψίες. Η πίκρα και η νοσταλγία του είναι με το σταγονόμετρο, ελεγχόμενες, και αναφέρεται πάντα στους Τούρκους, που δεν είναι κατακτητές αλλά συμπατριώτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.