Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Ντοκιμαντέρ: Αρκαδία χαίρε, του Φίλιππου Κουτσαφτή

Tου Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 118 

Η Αρκαδία είναι η ουτοπία, η Εδέμ της δυτικής τέχνης, όπου ο άνθρωπος απολαμβάνει τα αγαθά της φύσης, ξεφεύγοντας από το βάρος του πολιτισμού. Ένας τόπος για τους μυημένους, όπως μαρτυρεί το κρυπτικό απόφθεγμα «et in Arcadia ego», που ο Νικολά Πουσέν έχει σκαλίσει μέσα σ’ ένα ονειρώδες βουκολικό τοπίο.
Συνάμα, η Αρκαδία είναι τόπος υπαρκτός, μια ορεινή χώρα στην καρδιά της Πελοποννήσου, εγκαταλειμμένη σήμερα από τους κατοίκους της, αν και κάποτε γνώρισε μέρες δοξασμένες. Το μακρύ τούνελ του αυτοκινητόδρομου στο Αρτεμίσιο Όρος είναι η σημερινή της είσοδος. Κι ένας οδοδείκτης εκειδά με το έργο του κλασικιστή ζωγράφου υπαινίσσεται εκείνη την άλλη χώρα των καθαρών ποταμών της φαντασίας, που ενέπνευσε τον ευρωπαϊκό 17ο αιώνα, από τον Γάλλο ζωγράφο έως τον «Σέξπηρ της Μεσογείου», τον Λόπε ντε Βέγκα.


Από αυτή την είσοδο μπαίνει στη χώρα και ο Φίλιππος Κουτσαφτής, νύχτα, μαζί με τον δρομέα που τρέχει να τερματίσει στο Σπάρταθλον, δισχίζοντας το οροπέδιο της Τεγέας, λίγο πριν κατηφορίσει προς τη Σπάρτη. Η Τεγέα, ένα σύνολο χωριών σήμερα γύρω από την Επισκοπή, στο σημείο όπου ο αρχαίος δρόμος διακλαδίζεται προς Σπάρτη και Μεγαλόπολη, υπήρξε μια ακμάζουσα πολιτεία στη μακρινή αρχαιότητα, που άφησε πίσω της μεγαλόπρεπα ερείπια, όπως ο ναός της Αλέας Αθηνάς. Ένας τόπος που τον προσπερνά κανείς από τον αυτοκινητόδρομο, αρχαία ερείπια και ανασκαφές, εγκατάλειψη, μνήμες, παράδοση που φθίνει, άνθρωποι που συνεχίζουν για αιώνες πάνω στα ίδια βήματα, με ομότροπες χειρονομίες, ιδού ο κόσμος του Κουτσαφτή, όπως μας τον ξετύλιξε στην Αγέλαστο Πέτρα (2000). Είναι η γνωστή και χιλιοειπωμένη αφήγηση της ελληνικής συνέχειας; Μια όψιμη αρχαιολατρεία; Μια ελεγεία για την Ελλάδα και την παράδοση; Όσοι είδαν την Ελευσίνα στην προηγούμενη ταινία του γνωρίζουν ότι ο Κουτσαφτής, όντας αληθινός δημιουργός, δεν παγιδεύεται στην επίσημη, ολίγον τουριστίκ, εκδοχή που αφηγείται, φερ’ ειπείν, το Μουσείο της Ακρόπολης: Μια κατεψυγμένη κλασική αρχαιότητα δηλαδή, που στανικά διορίζει τους σημερινούς Έλληνες αρχαιοφύλακες μιας κληρονομιάς, που περισσότερο έχει πλαστεί στα εργαστήρια του ευρωπαϊκού κλασικισμού, παρά στη ζωντανή μνήμη και παράδοση του ελληνικού λαού. Υπάρχει ο (ευρωπαϊκός) μύθος της Αρκαδίας, λέει ο σκηνοθέτης μας, εκείνος που έδωσε χυμούς και φτερά στην τέχνη, υπάρχει η αρχαιότητα, στα σπαράγματα των μνημείων της, που γύρω τους χτίζονται χωριά και πόλεις, όπως υπάρχει το Βυζάντιο επίσης, σε κάτι ξεχασμένα ντουβάρια, όπως θα τα ‘λεγε ο Κόντογλου, μα κυρίως υπάρχει εκείνη η μελαγχολία των σύγχρονων, που κουβαλάει ασύγνωστα τις πιο πολλές φορές όλο το βάρος των γενεών που πέρασαν, σε μια αλυσίδα συνέχειας που την κανοναρχεί η ίδια η ζωή, ο χρόνος που περνά, ο θάνατος που αφήνει παντού επισκεπτήρια.
Είναι δύσκολο να μιλήσεις με σκέτους τους όρους της κινηματογραφικής κριτικής για το έργο του Φίλιππου Κουτσαφτή. Ίσως είναι αδύνατο αυτό για κάθε αληθινό έργο. Το καινούργιο του ντοκιμαντέρ Αρκαδία χαίρε χτίζεται από παρόμοια υλικά με το προηγούμενο. Πρώτα οι εικόνες, που συλλέγονται αργά μέσα στα χρόνια, σαν λίθοι πολύτιμοι ή σπαράγματα κάποιας ανασκαφής. Η επιμονή και η ευαισθησία του κινηματογραφιστή οδηγουν πίσω από τα προφανή, σε εκείνα που κρύβονται πεισματικά σε όποιον απλά προσπερνά τρέχοντας στον διπλανό δρόμο ή φτάνει εδώ τουρίστας για να ξεναγηθεί σε μια προκατασκευασμένη εικόνα, φτιαγμένη για γρήγορη κατανάλωση.
Ο δάσκαλος στο Μαυρίκι, που μια ζωή καταγράφει τα γεγονότα του χωριού του, «όσες οικογένειες βοήθησαν, αλλά και όσες δεν βοήθησαν στην ανέγερση του νεκροταφείου», ο γέρος που συλλαβίζει τα ονόματα των πεσόντων του τελευταίου πολέμου στο Ηρώον, η μετανάστρια που δακρύζει στη Μανθυρέα, μπροστά στη θέα του χωριού που της θυμίζει τα δικά της πατρογονικά, οι γυναίκες με τα κόλυβα το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής στην Κερασίτσα, ο παπάς που διαβάζει από το «κατά Λουκάν» το ευαγγέλιο του Σπορέως, οι εργάτες που μαζεύουν μήλα, κεράσια και σκόρδα, το ηλεκτρικό πανηγύρι της Τεγέας, η γιορτή της απελευθέρωσης στην Τρίπολη, οι γέροι στο καφενείο που παίζουν στο ζουρνά κάτι ξεχασμένα τραγούδια, η ανθισμένη αγριαπιδιά στο έρημο Μουχλί, οι άγριες ίριδες της άνοιξης, τα χέρσα, οι ξερολιθιές, ο δρομέας που διασχίζει τον κάμπο μέσ’ τη νύχτα, οι Ολλανδοί φοιτητές της ανασκαφής, οι πανηγυριστές του Αη-Γιωργιού στη Νεστάνη, ο γλύπτης Σκόπας στον ναό της Αλέας, ο Ρωμανός ο Μελωδός και «του βίου το πέλαγος», ο γηγενής ποιητής Νίκος Γκάτσος, ο στρατηγός Επαμεινώνδας, θνήσκων στη Μαντίνεια, είναι εικόνες και πρόσωπα που συναπαντά ο σκηνοθέτης όταν αφήνει την εθνική οδό και την πεπατημένη της αρχαιοπληκτικής ελληνοφρένειας.
Πάνω στις εικόνες αυτές, που κομμάτι κομμάτι για χρόνια τις ανέσυρε, σαν να ‘ταν αρχαιολόγος και ανασκαφέας της πραγματικότητας, στήνει τον στοχασμό και τον λόγο του, δυνατό πάντα σε συγκινήσεις και γεμάτο με χάρη και κυματισμό που σπανίζει πια, βουτηγμένον αναπόδραστα σε μια μελαγχολία. Εάν, εν τέλει, όλες αυτές οι σκηνές συνωθούνται, δίνοντας κάποτε ελάχιστο χώρο στους δυνατούς απόηχους που πίσω τους αφήνουν, αν δηλαδή τους κόβεται ώρες ώρες η ανάσα, καθώς λαχανιάζουν τρέχοντας η μια πίσω στην άλλη, μάλλον δεν έχει τόση σημασία. Εκείνο που πετυχαίνει ο Κουτσαφτής είναι ήδη σπουδαίο: Μας βάζει σ’ έναν κόσμο που λίγο τον προσέχουμε και τις πιο πολλές φορές τον καταφρονούμε. Καθώς η Ελλάδα βιάζεται να συχρονιστεί, κυνηγώντας πλούτη ή ξορκίζοντας μάλλον τη φτώχεια της, ποδοπατεί και αποστρέφεται μεγάλους κι αρχέγονους θησαυρούς. Κι ακόμα πιο πολύ προσπερνάει, αλαφιασμένη, καταδικά της κινήματα του νου και ρίγη των σωμάτων, για να παπαγαλίσει σουσούμια της τιβί και πόζες της μόδας. Ο Κουτσαφτής ξανοίγει μπροστά μας, στα ασθμαίνοντα καρέ της ταινίας του, τον άπατο γκρεμό της ελληνικής κρίσης, που οπωσδήποτε δεν είναι πρωτίστως οικονομική. Δεν είναι τίμια κι αληθινή η δουλειά του;
Λιγότερο μοναχική η πορεία του εδώ και το εγχείρημά του υποστηρίζεται φιλότιμα από τον Κώστα Βαρυμπομπιώτη στον ήχο, την Ιωάννα Σπηλιοπούλου στο μοντάζ και τον Κωνσταντίνο Βήτα στη μουσική, που τον ακούσαμε και στην Αγέλαστο. Αν μάλιστα έλειπε η σπουδή να μπουν όσο το δυνατόν περισσότερες σκηνές στην ταινία, από το τεράστιο σίγουρα υλικό που μαζεύτηκε στα επτά χρόνια των γυρισμάτων, το αποτέλεσμα νομίζω θα ήταν δυνατότερο. Αλλά κι έτσι, σας εξομολογούμαι, συγκινήθηκα μέχρι δακρύων σαν είδα πρώτη φορά την ταινία σε δημοσιογραφική προβολή. Ίσως είναι η νοσταλγία, θα πεις, για τόπους παιδιόθεν οικείους, ίσως πάλι νάναι τα χρόνια που περνούν, δεν ξέρω. Η Αρκαδία, ξέρω, μια αναζήτηση είναι. Κι όπως λέγαμε στο προηγούμενο φύλλο, εδώ που φτάσαμε, η αρκαδική ουτοπία είναι ανάγκη αληθινή.
Κατ’ εκείνες τις ζουμερές συμπτώσεις, η Αρκαδία του Κουτσαφτή παιζόταν στην Ταινιοθήκη παράλληλα με τον Αστακό του Λάνθιμου. Αυτός αναζητά τη δική του Αρκαδία στο Λονδίνο κι είναι αλήθεια πως πέτυχε να κάνει μια πιο στέρεα ταινία από τον Κυνόδοντα (2009). Μα, αλήθεια, «τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη»; Ο Αστακός μηχανεύεται την απάντηση, καλογραμμένη μεν κινηματογραφικά μα ξώφαλτση, παγωμένη σαν τον αναίματο αστακό. Ίσως αλλού πούμε περισσότερα. Μια παρατήρηση μονάχα, όχι για την ταινία, μα για τις κριτικές. Είδα πολλές φορές τη λέξη «δυστοπία», που είναι αγγλικής προέλευσης: dystopia. Από τις αγγλικές κριτικές άλλωστε μοιάζει ξεπατικωμένη. Γνωρίζουν τάχα όσοι τη χρησιμοποίησαν πως πάει να πει «κακοτοπία», «δυστυχία», κατά το λεξικό; Ή μήπως παρηχητικά υπονοούν «δυσφορία»;

ΠΗΓΗ:Ντοκιμαντέρ: Αρκαδία χαίρε, του Φίλιππου Κουτσαφτή – Άρδην – Ρήξη
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.