Βασική συνέπεια των μέτρων περιορισμού των μετακινήσεων που έχουν επιβληθεί λόγω του κορονοϊού είναι το γεγονός πως ο κόσμος έχει πλέον πολύ περισσότερο χρόνο για ξόδεμα. Κι έτσι βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται τα άρθρα, τα σχόλια και οι τοποθετήσεις κάθε είδους σχετικά με τις εξελίξεις, με το υλικό να διογκώνεται καθημερινά. Θ’ αποπειραθούμε κι εμείς να τονίσουμε ορισμένα σημεία που μας φαίνονται σημαντικά, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική σε ορισμένες απόψεις που κρίνουμε απαράδεκτες ή ανεδαφικές.
Η «γκλόμπαλ» ολιγαρχία ως φορέας του ιού
Η παγκόσμια εξάπλωση του ιού είναι η πρώτη επιδημία των σύγχρονων καιρών που συνιστά απόρροια των συνηθειών της σύγχρονης, «γκλόμπαλ» ολιγαρχίας. Ή, έστω, η πρώτη επιδημία τέτοιου εύρους που διαδόθηκε κυρίως από τα εύπορα στρώματα των σύγχρονων κοινωνιών. Αρχικά, αν –όπως φαίνεται– ο συγκεκριμένος κορονοϊός μεταδόθηκε στον άνθρωπο από ζώα στην περίφημη αγορά της Γουχάν, πρόκειται για άμεση συνέπεια των διατροφικών συνηθειών της κινεζικής ολιγαρχίας. Διότι είναι τα μέλη τούτης της νεόπλουτης τάξης που αγοράζουν τα σπάνια ζώα που πωλούνται στις αγορές αυτές, καθώς «η κατανάλωση εξωτικών ειδών συνδέθηκε με ένα συμβολισμό πλούτου και κοινωνικού γοήτρου κατά την πρόσφατη περίοδο ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης». Μάλιστα η νομιμοποίηση και η προστασία, από πλευράς κράτους, του συγκεκριμένου κλάδου, πάει αρκετά πίσω και συνιστά προϊόν συνειδητών επιλογών από την πλευρά της κινέζικης γραφειοκρατίας. Στη συνέχεια, είναι ο νομαδισμός της σύγχρονης ολιγαρχίας που διέσπειρε τον ιό στα πέρατα του κόσμου, μετατρέποντας την επιδημία σε παγκόσμια πανδημία: από τους Κινέζους και λοιπούς Ασιάτες τουρίστες στη Βενετία και την Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου ως τους Δυτικούς τουρίστες, τα στελέχη εταιρειών στη Νοτιοανατολική Ασία ως τους θαμώνες του αυστριακού χωριού, Ισγκλ, γνωστού θέρετρου της ολιγαρχίας.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που προσβλήθηκαν απ’ τον ιό ο Μαρινάκης, ο Μπόρις Τζόνσον, ο Παπαχελάς, ο Αλβέρτος του Μονακό, ο Πρίγκιπας Κάρολος, οι Βραζιλιάνοι επιχειρηματίες και κρατικοί αξιωματούχοι (που συνόδευσαν τον Μπολσονάρου στη συνάντησή του με τον Τραμπ), ο Πρετεντέρης, ο Τομ Χανκς με τη γυναίκα του κι άλλοι πολλοί μεγαλόσχημοι, μικρότερου ή μεγαλύτερου βεληνεκούς.
Αντίστοιχα, σ’ ένα ευρύτερο επίπεδο, πρόκειται για μια ασθένεια που θερίζει κυρίως τον Πρώτο Κόσμο, ακριβώς επειδή οι μεσαίες κι ανώτερες τάξεις του κόσμου αυτού έχουν την οικονομική δυνατότητα αλλά και την κακή συνήθεια να μετακινούνται διαρκώς: είτε επειδή δουλεύουν σε κάποιον από τους τομείς της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αλλά και του θεσμικού-ακαδημαϊκού σύμπαντος (με διαρκείς διαλέξεις, συνέδρια κ.ο.κ. στο εξωτερικό), είτε επειδή έχουν ως βασική τους ασχολία τον τουρισμό[1]. Η περίπτωση της Ιταλίας είναι εν προκειμένω παραδειγματική: εστία της πανδημίας υπήρξε η πιο πλούσια και κοσμοπολίτικη περιοχή της χώρας, η Λομβαρδία, καρδιά του λεγόμενου «βιομηχανικού Βορρά», ενώ γρήγορα η πανδημία μεταδόθηκε στην Ελβετία, την ανατολική Γαλλία[2] και το Λουξεμβούργο[3].
Επιπλέον, όπως το ’χε πολύ σωστά –και με το χαρακτηριστικό βιτριολικό του χιούμορ– δείξει ο Φιλίπ Μυρέ, την επαύριον της 11ης Σεπτεμβρίου, είναι ο επιτρεπτικός κι εορταστικός τρόπος ζωής της σύγχρονης, μεταμοντέρνας Δύσης που αδυνατεί να συμμορφωθεί με τα μέτρα περιορισμού που αναγκάστηκαν να επιβάλουν οι δυτικές κυβερνήσεις. Κατά κάποιον τρόπο η πανδημία του κορονοϊού συνιστά μια τιμωρία τούτου του πρόσχαρου νομαδισμού.
Μπροστά στις θεμελιώδεις αυτές διαπιστώσεις, η γελοιότητα όσων –από τον Όρμπαν και τον Σαλβίνι ως τον Μητσοτάκη– έσπευσαν να λαϊκίσουν χαρακτηρίζοντας τους πρόσφυγες και τους μετανάστες φορείς διάδοσης κι εκκόλαψης του ιού, καθίσταται πασιφανής[4]. Πολλώ δε μάλλον όταν –ελέω νεοφιλελευθερισμού– τα χούγια της ολιγαρχίας (αλλά και των επίδοξων μικροαστών μιμητών της) τα λούζονται τώρα τα φτωχά και πιο εύθραυστα κομμάτια του πληθυσμού, που έχουν ως μόνο αποκούμπι τα διαλυμένα συστήματα δημόσιας υγείας. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Βραζιλιάνας οικιακής βοηθού που πέθανε, αφού της μετέδωσε τον ιό η πλούσια εργοδότριά της, άρτι αφιχθείσα από τις διακοπές της στην Ιταλία: γνώριζε πως ήταν φορέας του ιού, αλλά ουδέποτε ενημέρωσε την άτυχη γυναίκα.
Τ’ αναπόφευκτα όρια μιας αυτοκτονικής ανάπτυξης
Η «κατανάλωση εξωτικών ειδών και η ένταξή τους στη διατροφική αλυσίδα» (που δεν αφορά σε καμία περίπτωση μόνο την Κίνα) συνιστά απλώς την κορυφή του παγόβουνου και μια συμβολική εκδοχή ενός πολύ ευρύτερου φαινομένου. Όπως ο νομαδισμός της σύγχρονης ολιγαρχίας συνιστά την πιο παραδειγματική ενσάρκωση του μοντέλου ζωής που μιμούνται ασμένως κι οι κατώτερες τάξεις (τουρισμός, αεροπορικά ταξίδια, πλήρης υπαγωγή της ψυχαγωγίας στην ψηφιακή τεχνολογία κ.ο.κ.), έτσι και το συγκεκριμένο χούι των πιο γκουρμέ και καλοφαγάδων εκπροσώπων της συνιστά μια πιο εύγλωττη –λόγω της υπερβολής της– ενσάρκωση της εξής θεμελιώδους τάσης της σύγχρονης οικονομίας: της ολοένα αυξανόμενη διασάλευσης των οικοσυστημάτων λόγω των ακόρεστων αναγκών ενός εκθετικά αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού. Παρθένα οικοσυστήματα, όπως τα εξωτικά δάση του Αμαζονίου και της Μαλαισίας, καταστρέφονται για να δημιουργηθούν καλλιεργήσιμες γαίες για τη βιομηχανική γεωργία αλλά και τη βόσκηση και την παραγωγή της ζωοτροφής των ζώων που θα παραγάγουν τις αυξανόμενες ποσότητες κρέατος που απαιτεί η κοινωνία της κατανάλωσης, βασικός πυλώνας της οποίας είναι και η αναγωγή του φαγητού, από μέσο θρέψης κι επιβίωσης, σε πηγή ηδονής κι αυτοσκοπό[5].
Το αποτέλεσμα της τάσης αυτής είναι οι λεγόμενες ζωονόσοι: ερχόμαστε πλέον σε επαφή, είτε άμεσα είτε εμμέσως –μέσω των εξημερωμένων ζώων που εκτρέφει–, με εξωτικά και «άγρια» είδη, τα οποία είναι φορείς ιών φονικών για τον άνθρωπο. Δεν είναι μόνο οι κορονοϊοί που μεταδόθηκαν από τον παγκολίνο ή τις νυχτερίδες: δύο από τις φονικότερες επιδημίες της πρόσφατης ιστορίας, ο ιός του Έιτζ και ο Έμπολα, μεταδόθηκαν με παρεμφερή τρόπο (μέσω της επαφής με χιμπατζήδες και μαϊμούδες, στην πρώτη περίπτωση, και από νυχτερίδες που μετακινήθηκαν επειδή το παραδοσιακό τους οικοσύστημα αποψιλώθηκε με σκοπό την καλλιέργεια φοινικελαίου, στη δεύτερη). Ταυτόχρονα, η μαζική συγκέντρωση ζωντανών στις μονάδες βιομηχανικής κτηνοτροφίας –ειδικά σε όσες από αυτές, εκτός Δύσης, δεν ακολουθούν ούτε τις στοιχειώδεις υγειονομικές προδιαγραφές– διευκολύνει σε καίριο βαθμό τη διάδοση ιών κάθε είδους, πράγμα που είδαμε και με την παλιότερη γρίπη των πουλερικών. Γι’ αυτό και πλέον διερευνάται η πιθανότητα ο σημερινός κορονοϊός να συνδέεται με τις συνθήκες που επικρατούν στις βιομηχανικές χοιροτροφικές μονάδες της Κίνας.
Η τρίτη ηλικία ως βαρίδι;
Κοινωνία που δεν σέβεται και δεν φροντίζει τους γέροντες είναι τελειωμένη, και διασώζεται μόνον διά της ολικής καταστροφής.
Τζ. Πανούσης
Κατά τα άλλα, αυτό που θα πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι, λόγω της ιδιομορφίας του ιού και των συμπτωμάτων που προκαλεί, τα πρώτα και κατεξοχήν του θύματα είναι οι ηλικιωμένοι, πολλοί από τους οποίους πεθαίνουν εγκαταλελειμμένοι κι αβοήθητοι, πληρώνοντας τα σπασμένα της υποβάθμισης των δημόσιων συστημάτων υγείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις χώρες των οποίων οι δομές υγείας γονατίζουν από τα αναρίθμητα κρούσματα, οι γιατροί αναγκάζονται πολλές φορές να προχωρούν σε μια μακάβρια επιλογή για το σε ποια ηλικιακή ομάδα θα δώσουν προτεραιότητα.
Η κατάσταση συνιστά την ιδανική αλληγορία της νεοφιλελεύθερης κοσμοαντίληψης: Αν οι κρίσεις είναι τα δαρβινικά «κρύα ντους» του καπιταλισμού –κατά την περίφημη έκφραση του Γιόζεφ Σουμπέτερ–, που τον ανανεώνουν διά της εξάλειψης των πιο αδύναμων κι αναποτελεσματικών του στοιχείων, η σημερινή πανδημία είναι ένα είδος φυσικής επιλογής που θα επιτρέψει την επιβίωση μόνο των στρωμάτων εκείνων που συμβαδίζουν με τη λειτουργία της σύγχρονης οικονομίας –ή, έστω, που δεν συνιστούν «βαρίδια» για τη λειτουργία της, όπως, εν προκειμένω, οι συνταξιούχοι. Οι Αμερικανοί, ως λιγότερο αιδήμονες και πιο πραγματιστές, το έθεσαν ανοιχτά: η οικονομία δεν μπορεί να μπει σε παύση, οι ηλικιωμένοι πρέπει να θυσιαστούν για τις νέες και τις επερχόμενες γενιές. Μπορεί τέτοιες δηλώσεις να φαντάζουν ακραίες, ωστόσο είναι προφανές ότι η ίδια η δυναμική της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της μαζικής κουλτούρας που τη συνοδεύει, βασίζονται σε μια θεμελιώδη νεολαγνεία. Διότι ποια είναι τα χαρακτηριστικά που έχει ανάγκη η σύγχρονη οικονομία και τα οποία βρίσκει στους νέους; «Δυναμισμός», απουσία ριζωμάτων και υποχρεώσεων, ελαστικότητα, συνεχής κίνηση: ο ιδανικός τύπος ανθρώπου για την παγκοσμιοποίηση.
Υπό αυτήν την έννοια, οι εθναμύντορες υμνητές της παράδοσης –που έφτασαν να χρησιμοποιούν μέχρι και τις αριστερίστικες αρλούμπες του Αγκάμπεν περί «κατάστασης εξαίρεσης» για να δικαιολογήσουν την αντίθεσή τους στο κλείσιμο των εκκλησιών– απλώς συντάσσονται με το κυρίαρχο ρεύμα: ήθελαν να μείνουν ανοιχτοί οι ναοί, αδιαφορώντας αν θα είχαμε στην Ελλάδα εκατόμβες νεκρών, με θύματα τους αντιπαραγωγικούς γέροντες και τις γιαγιάδες! Εκτός κι αν είναι της γραμμής Μπολσονάρο, σύμφωνα με την οποία είναι η μαζική προσευχή κι όχι τα μέτρα περιορισμού αυτή που θα μας σώσει από την πανδημία…
Το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης;
Τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και οι οικονομικές επιπτώσεις τροφοδοτούν εδώ και μέρες σενάρια σχετικά με την πιθανότατη κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης ή και του νεοφιλελευθερισμού. Είναι ενδεικτικό της κατάστασης πως τα σενάρια αυτά δεν τα διαδίδουν μόνο οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης –αριστεροί αλλά και οπαδοί της λαϊκής Δεξιάς ή και της Ακροδεξιάς– αλλά κι οι υπέρμαχοί της, προσπαθώντας να ξορκίσουν την επερχόμενη συμφορά.
Το σκεπτικό έχει ως εξής: η αναγκαιότητα κρατικού συντονισμού και κυβερνητικής παρέμβασης πέταξε στους σκουπιδοτενεκέδες της Ιστορίας τις νεοφιλελεύθερες εμμονές με την απαξίωση των δημόσιων συστημάτων υγείας· ταυτόχρονα, οι έκτακτες προσλήψεις προσωπικού, οι ενισχυτικές «ενέσεις ρευστότητας» (είτε με έκτακτα «πακέτα στήριξης» είτε μέσω της χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων και των επιτοκίων) και, γενικότερα, η αύξηση των κρατικών δαπανών θα μας επαναφέρουν σε μια μορφή κοινωνικού κράτους. Οι πιο «ψαγμένοι», μάλιστα, έφτασαν να ισχυρίζονται πως η Δύση θ’ αναγκαστεί να επαναπατρίσει μεγάλο μέρος της βιομηχανίας της, τώρα που είδε τι ζημιά μπορεί να πάθει αν κλείσουν τα εργοστάσιά της στην Κίνα.
Φρονούμε ότι όλη αυτή η ρητορική συνιστά περισσότερο συγκεκαλυμμένη μορφή ευχολογίου παρά προϊόν σοβαρής ανάλυσης. Οι πυλώνες της παγκοσμιοποίησης είναι δύο: αφενός η άρση κάθε ρυθμιστικού πλαισίου σε χρηματοοικονομικό επίπεδο, που οδήγησε σταδιακά στη διασύνδεση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής σφαίρας και, αφετέρου, η μαζική αποβιομηχάνιση της Δύσης, που οδήγησε στη μετεγκατάσταση των βιομηχανικών μονάδων εκτός δυτικού κόσμου (και κυρίως στην Κίνα). Αμφότερες όμως αυτές οι δύο τάσεις αντί να υποχωρούν, εντείνονται ακόμα περισσότερο από τις τεχνολογικές εξελίξεις και πιο συγκεκριμένα από την ανάπτυξη της νεοτεχνολογίας (δηλαδή της ψηφιακής τεχνικής). Η ανάπτυξη ολοένα και ταχύτερων συνδέσεων κι ολοένα και ισχυρότερων data centers (η ουσία των περίφημων big–data) απλώς ευνοούν περαιτέρω την ολοένα και μεγαλύτερη, ταχύτερη διακίνηση πληροφοριών, επιτρέποντας μια ακόμα ισχυρότερη διασύνδεση της παγκόσμιας χρηματοοικονομίας. Το ίδιο ισχύει και για τη διακίνηση των εμπορευμάτων – αρκεί να σκεφτούμε τη σημασία εφαρμογών όπως το gps στη διαχείριση των κοντέινερ[6]. Παράλληλα, χάρις στα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά τους, προωθούν –διά της λεγόμενης τεχνητής νοημοσύνης– τη ρομποτοποίηση μεγάλων τομέων της οικονομίας, με αποτέλεσμα πλέον να απειλείται με «μετεγκατάσταση» εκτός Δύσης ακόμα κι ένα σημαντικό κομμάτι του τριτογενή τομέα, δηλαδή της λεγόμενης οικονομίας των υπηρεσιών (μέσω του λεγόμενου outsourcing)[7].
Όπως, λοιπόν, οι προστατευτικές πρακτικές ενός Τραμπ επ’ ουδενί αρκούν για την ανάσχεση της παγκοσμιοποίησης (όπως πίστευαν οι αφελείς οπαδοί του, πριν αυτός αναλάβει την εξουσία) έτσι και τα μέτρα αντιμετώπισης του κορονοϊού όπως κι οι συνέπειες της πανδημίας στην παγκόσμια οικονομία δεν μπορούν ν’ ανατρέψουν τόσο εύκολα τούτες τις βαθύτατες τάσεις. Όπως μετά την κρίση του 2008 οι κρατικές παρεμβάσεις «σοσιαλδημοκρατικού» τύπου –ας μην ξεχνάμε πόσο μελάνι χύθηκε και τότε σε άρθρα που καλωσορίζανε την επιστροφή του New Deal!– χρησίμευσαν απλώς και μόνο στη διάσωση των τραπεζών, ούτως ώστε να μπορέσει η οικονομία να πάρει ξανά μπροστά, έτσι και σήμερα τα έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται δεν έχουν στόχο την αλλαγή του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου αλλά τη διάσωσή του. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ε.Ε., όπως όλα δείχνουν, δεν θα εκδοθεί τελικά το περίφημο «κορονοομόλογο», ενώ τα όποια μέτρα στήριξης ληφθούν, θα έχουν ως αντίβαρο την επιβολή μνημονίων –μιας και τα μόνο χρήματα που θα δοθούν δίχως όρους είναι όσα προορίζονται για τις άμεσες ιατρικές ανάγκες. Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ έκοψε κάθε κουβέντα περί διαγραφής χρέους.
Θα πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι η ουσία του νεοφιλελευθερισμού δεν έγκειται τόσο στο ξήλωμα του κοινωνικού κράτους, όσο στη διεθνοποίηση της οικονομίας. Διότι μόνο στο πλαίσιο μιας εθνικής οικονομίας ικανής να καθορίζει μόνη την ανάπτυξή της –ελεύθερη απ’ τις πιέσεις των διεθνών αγορών και τον κίνδυνο φυγής κεφαλαίων και βιομηχανικών και λοιπών παραγωγικών μονάδων– είναι δυνατόν να σταθεί το λεγόμενο κοινωνικό κράτος. Αντιθέτως, μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, είναι αδύνατο μια χώρα να διογκώνει τις κρατικές δαπάνες (και τα ελλείμματα ή/και τον κρατικό δανεισμό) δίχως συνέπειες – όσο κι αν, προς στιγμή, βλέπουμε μια χαλάρωση των σχετικών απαιτήσεων (όπως, π.χ., στην Ε.Ε.).
Η αφέλεια της παραπάνω θέσης γίνεται προφανέστερη αν σκεφτούμε πως τα σημερινά υπερχρεωμένα και παρηκμασμένα εθνικά κράτη είναι ανίκανα να φέρουν το βάρος μιας ευρείας κλίμακας αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Η εθνικοποίηση –ή έστω η επανεγκατάσταση εντός των εθνικών συνόρων– της παραγωγικής δραστηριότητας απαιτεί κεφάλαια, υποδομές και γενικότερα υλικά μέσα που κανένα κράτος (εκτός ίσως από την Κίνα) δεν διαθέτει. Από την άλλη, μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει ριζικές αλλαγές σε πολλά επίπεδα: από την αντιμετώπιση της αυξημένης περιβαλλοντικής ρύπανσης στο εθνικό έδαφος μέχρι την εξασφάλιση σταθερού, επαρκούς και φθηνού εργατικού δυναμικού και την πιθανή πτώση του επιπέδου ζωής του πληθυσμού εξαιτίας της αύξησης της τιμής των τελικών αγαθών.
Συνεπώς αυτό που πιθανώς να ζούμε –και αντιλαμβανόμαστε λανθασμένα ως τέλος της παγκοσμιοποίησης– είναι το τέλος κάποιων πιο αδύναμων κρίκων αυτής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ε.Ε. Όπως έχουμε επισημάνει και αλλού, οι δομικές αδυναμίες και η δυσλειτουργία της την κάνουν ευάλωτη σε ισχυρά χτυπήματα, όπως αυτό μιας πανδημίας. Είδαμε λοιπόν πως το χάσμα μεταξύ των δύο πόλων, του ανταγωνιστικού και ανοιχτού στην παγκόσμια οικονομία από τη μία και του πιο ευάλωτου και συντηρητικού από την άλλη, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν η Γερμανία και οι λακέδες της αρνήθηκαν να μοιραστούν το βάρος της αντιμετώπισης της κρίσης. Αυτό που εν προκειμένω αναγιγνώσκεται ως αναδίπλωση, θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ως επιτάχυνση της πορείας προς την κατάκτηση –αύριο– καλύτερης θέσης μέσα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία από εκείνους που είναι πιο ανταγωνιστικοί. Πράγμα λογικότατο, καθότι ουδείς εχέφρων Βορειοευρωπαίος δεν θα επιθυμούσε να βλάψει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας του για να σώσει μερικούς συνταξιούχους από τις χώρες που χρησιμοποιεί ως παραθεριστικούς του προορισμούς.
Η γεωπολιτική διάσταση του ζητήματος
Οι διαπιστώσεις αυτές ισχύουν στον έναν ή τον άλλον βαθμό και στο επίπεδο της γεωπολιτικής, καθώς βλέπουμε να διαδίδονται κι εκεί παρεμφερή ιδεολογήματα (που αναζωπυρώθηκαν από το Μπρέξιτ, τη συνεχιζόμενη αστάθεια στη Μ. Ανατολή, τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ με την Κίνα και την άνοδο της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς). Στην παρούσα φάση βλέπουν το προσωρινό κλείσιμο των συνόρων ή τη διαφοροποίηση των κρατικών στρατηγικών σχετικά με την ιατρική αντιμετώπιση της πανδημίας ως επιβεβαίωση των απόψεών τους: υποτίθεται πως οι αναταράξεις από μια πανδημία, όπως και οι αντίστοιχες από το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης, σηματοδοτούν το τέλος των υπερεθνικών δομών και τη σταδιακή επιστροφή στο έθνος-κράτος, υπό την έννοια πως το τελευταίο δύναται πλέον να λύσει μόνο του τα προβλήματά του.
Είναι βεβαίως αλήθεια πως το έθνος-κράτος αποδείχτηκε η καλύτερη κλίμακα κοινωνικής οργάνωσης για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι λαοί πειθάρχησαν στα μέτρα των εθνικών κυβερνήσεων, από τη μία ενώ από την άλλη οι υπερεθνικές δομές απέτυχαν όχι μόνο να δώσουν μερικές ορθές κατευθυντήριες γραμμές αλλά και να εκφραστούν με την ομοφωνία που επιβάλλουν οι περιστάσεις. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η επιστημονική συνεργασία μεταξύ γιατρών και βιολόγων διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών είναι άψογη και έξω από οποιοδήποτε υπερεθνικό θεσμικό πλαίσιο, καθότι η Ε.Ε. δεν περιλαμβάνει τον τομέα αυτόν στις δράσεις της[8].
Ωστόσο, οι πλανητικές διαστάσεις των οικονομικών διαδικασιών έρχονται σε αντίφαση με τους περιορισμούς του έθνους-κράτους, παρόλο που ταυτόχρονα το χρησιμοποιούν σαν μοχλό τους. Έτσι, ενώ το τελευταίο αποτελεί πολύ σημαντικό εργαλείο για τη διαχείριση της πρωτοφανούς κατάστασης της παγκόσμιας καραντίνας (εξασφάλιση της συναίνεσης του πληθυσμού, αστυνόμευση, οργάνωση της ιατρικής φροντίδας, παροχή επιδομάτων), ταυτόχρονα, θεμελιώδεις τομείς της παραγωγικής διαδικασίας –παραγωγή και διανομή τροφής και ενέργειας, τηλεπικοινωνίες, παραγωγή βασικών βιομηχανικών αγαθών, φαρμάκων και ιατρικού υλικού– ξεφεύγουν εντελώς από τον έλεγχό του. Με άλλα λόγια, η επιστροφή σε ένα ισχυρό έθνος-κράτος ως σχεδόν αποκλειστικό υποκείμενο στη γεωπολιτική αλλά και στα εντός των συνόρων του ζητήματα είναι αδύνατη με δεδομένη τη σημερινή διάρθρωση του καπιταλισμού[9]. Κατά συνέπεια, όσοι την επικαλούνται με τέτοια θέρμη ή απατούν ή απατώνται.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η ιδέα πως τα πιο αυταρχικά συστήματα αντιμετωπίζουν καλύτερα καταστάσεις σαν αυτή της πανδημίας, εφόσον εντοπίζεται κι εδώ η ίδια φαντασίωση ενός ισχυρού και πατερναλιστικού έθνους-κράτους. Η ιδέα αυτή είναι ανιστόρητη και κοινωνιολογικώς ανενημέρωτη, μιας κι απλώς εντυπωσιάζεται από τη μερική αποτελεσματικότητα της ευρείας κλίμακας κρατικής κατασταλτικής παρέμβασης. Ωστόσο παραβλέπει ότι τα συστήματα αυτά χαρακτηρίζονται από δύο βασικά γνωρίσματα, ως προς ό,τι μας αφορά: γραφειοκρατία και αυστηρός έλεγχος της πληροφορίας. Δύο στοιχεία που εν προκειμένω ευνόησαν σε μεγάλο βαθμό τη γρήγορη διάδοση του ιού, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα επιδημίας, το οποίο στη συνέχεια καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν οι εντυπωσιοθηρικές, πολύ συχνά, πολιτικές που βασίζονται στον κρατικό αυταρχισμό. Εν προκειμένω, είναι γνωστό ότι στην Κίνα χάθηκε πολύτιμος χρόνος ακριβώς επειδή οι τοπικοί αξιωματούχοι δεν θέλησαν ν’ αμαυρώσουν την εικόνα τους ενώπιον της κεντρικής εξουσίας, με αποτέλεσμα ν’ αποκρύψουν το πρόβλημα, μέχρις ότου αυτό βγήκε εκτός ελέγχου. Αντίστοιχα, αυταρχικά καθεστώτα όπως το ρωσικό, το τουρκικό και το αιγυπτιακό, που αρχικά διέδιδαν πως οι χώρες τους δεν έχουν πληγεί από τον ιό, αναγκάστηκαν τελικά ν’ ανακρούσουν πρύμναν, μπροστά στην κατάσταση εφησυχασμού που προκάλεσε η στάση τους αυτή. Για να μη μιλήσουμε καν για το Ιράν, μια θεοκρατική δικτατορία που συγκαταλέγεται μέσα στις περισσότερο πληγείσες χώρες παγκοσμίως.
Όλα αυτά μας οδηγούν στη διαπίστωση πως, κατά πάσα πιθανότητα, η προσωρινή αναβάθμιση του ρόλου του έθνους-κράτους λόγω των έκτακτων συνθηκών λειτουργεί ως πρόσχημα στους απατεώνες της ακροδεξιάς για να υλοποιήσουν τα μικροπολιτικά τους σχέδια προωθώντας απλά μια αυταρχική, και ουσιαστικά αδιέξοδη, ατζέντα: Κλείσιμο των συνόρων, αυστηρότερος έλεγχος του πληθυσμού σε μόνιμη βάση, εξάλειψη ή αυστηρός περιορισμός της μετανάστευσης. Κανείς τους όμως δεν εξηγεί πως θα μπορούσε ένα κράτος να εφαρμόσει τέτοιες πολιτικές αγνοώντας τις επιθυμίες και τα συμφέροντα κρατών αλλά και πολυεθνικών εταιρειών από τις οποίες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό.
Συνηθίζοντας να ζούμε «εξ αποστάσεως»
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν υποθέσουμε πως μια παρατεταμένη χρηματοοικονομική κρίση θα επανέφερε μια λογική επιβολής κανόνων και περιστολής της παγκόσμιας διασύνδεσης της χρηματοοικονομίας, δεν πρέπει να ξεχνάμε το εξής βασικό: ο κατ’ οίκον περιορισμός δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί την παύση των εμπορικών συναλλαγών εξ αποστάσεως και διαδικτύου∙ ούτε φυσικά το κλείσιμο των συνόρων για τους τουρίστες σημαίνει κλείσιμο των συνόρων για τα εμπορεύματα και τα κεφάλαια. Δεδομένης, άλλωστε, της κεντρικής σημασίας που έχει για τις σημερινές κοινωνίες της κατανάλωσης ο κλάδος του θεάματος, του τουρισμού και της εστίασης, η πιο λογική υπόθεση είναι πως, με το πέρας της πανδημίας, η ζωή θα ξαναβρεί τους «κανονικούς της ρυθμούς», έστω κι αν –μέχρι την ανακάλυψη του πολυπόθητου εμβολίου– θα διατηρηθούν κάποιοι αναγκαίοι περιορισμοί (αθλητικές διοργανώσεις κεκλεισμένων των θυρών, απαγόρευση μουσικών συναυλιών κ.ο.κ.).
Όσο πεσιμιστικό κι αν ακούγεται, στην παρούσα φάση τίποτε δεν δείχνει ότι το σοκ της πανδημίας μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά ως προς τις υπερβολές και τις ακρότητες του καταναλωτικού κι «εορταστικού» τρόπου ζωής. Βρισκόμαστε μάλλον ενώπιον μιας χαμένης ευκαιρίας ν’ αμφισβητήσουμε το μοντέλο της αέναης κατανάλωσης και της άυλης επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων – μόνο και μόνο από το γεγονός πως αυτές οι βδομάδες (ή, ενδεχομένως, και μήνες) αναγκαστικής απομόνωσης ή συμβίωσης δείχνουν στο μέσο σημερινό άτομο τον φόβο του απέναντι στη μοναξιά και την αδυναμία του να δει ψύχραιμα τα υπαρξιακά του προβλήματα αλλά και να συνεννοηθεί με τους δικούς του ανθρώπους[10].
Απεναντίας, η κρίση της πανδημίας δύναται να προκαλέσει μια περαιτέρω εμπέδωση της λογικής του «ψηφιακού κόσμου», τόσο στην εργασία όσο και στον ελεύθερο χρόνο: διαδικτυακές αγοραπωλησίες και ψώνια από το σπίτι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνικοποίησή μας αλλά και τις θέσεις εργασίας· ακατάσχετη χρήση των social media και εφαρμογών ψυχαγωγίας αλλά και επικοινωνίας (Skype, βιντεοκλήσεις κάθε είδους κ.λπ.)· γενίκευση των «εξ αποστάσεως» μεθόδων σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η παροχή υγειονομικής περίθαλψης∙ εμπέδωση της σεξουαλικής αποχής (που χαρακτηρίζει τους Millenials) μέσω της γενίκευσης της χρήσης εφαρμογών γνωριμιών και της συνήθειας ν’ αρκούμαστε πλέον στο διαδικτυακό φλερτ και το σεξ μέσω βιντεοκλήσης.
Εν τέλει, αντί μια τόσο σοβαρή κρίση να μας φέρει πιο κοντά, κινδυνεύουμε να απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο, εφόσον –ακολουθώντας ως τις έσχατες συνέπειές της τη λογική των σύγχρονων κοινωνιών– προσπαθούμε ν’ αντιπαλέψουμε τον φόβο με μοναδικό όπλο την τεχνολογία. Έτσι, και σ’ αυτή την περίπτωση, ο κορονοϊός όχι μόνο δεν θ’ ανατρέψει ισορροπίες και συνήθειες αλλά μάλλον θα οξύνει και θα εμπεδώσει τις ήδη υπάρχουσες, κυρίαρχες τάσεις: τη δημιουργία ενός τεχνοφιλικού και τεχνοεξαρτημένου νομάδα, πλήρως αποκομμένου απ’ οποιοδήποτε ρίζωμα (πολιτιστικό, υλικό και γεωγραφικό), ικανό να μιλά απ’ οποιοδήποτε σημείο του «πλανητικού χωριού» με τα άλλα άτομα, που μπορεί να βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Πολλώ δε μάλλον που η σύγχρονη τεχνοφιλία γνωρίζει νέες ημέρες δόξας, χάρις σε όλους αυτούς που γοητεύονται από το ασιατικό μοντέλο διαχείρισης της κρίσης, που βασίζεται στις εφαρμογές της ψηφιακής τεχνολογίας: χρήση των big–data, παρακολούθηση του πληθυσμού, καταγραφή των μετακινήσεων των φορέων του ιού κ.ο.κ.
Η ελληνική περίπτωση
α) Επιτελικές κωλοτούμπες και η εύκολη λύση της ατομικής ευθύνης
Στα καθ’ ημάς, φαίνεται πως η επίγνωση της άσχημης κατάστασης των δομών υγείας της χώρας και ο φόβος μήπως η επιδημία εξελιχθεί σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα της Ιταλίας ώθησαν το κράτος να πάρει νωρίς αυστηρά μέτρα απομόνωσης του πληθυσμού. Μιλώντας βέβαια για τη σαγήνη που ασκεί σε μερικούς η επίδειξη κρατικής πυγμής, θα πρέπει να τονίσουμε και το εξής: μπορεί σύμπαντα τα ΜΜΕ να λιβανίζουν τον Πρωθυπουργό μας για την έγκαιρη λήψη μέτρων –φτάνοντας συχνά σε αμίμητα επίπεδα αγιογραφικής γελοιότητας[11]– ενώ λέγεται πως ο τελευταίος σκοπεύει να εκμεταλλευτεί το όλο κλίμα για προεκλογικούς λόγους, ωστόσο στην πραγματικότητα ούτε τόσο νωρίς όσο λέγεται ελήφθη η απόφαση για την επιβολή «καραντίνας»[12] ούτε όμως πρόκειται για επιλογή υψηλού ρίσκου. Η Ελλάδα είναι ουσιαστικά μια χώρα με διαλυμένη οικονομία και πολλούς συνταξιούχους, δίχως μεγάλο βαθμό διασύνδεσης με την παγκοσμιοποιημένη οικονομία εκτός τουριστικής περιόδου (όπως η σημερινή), δίχως μεγάλα αεροδρόμια-τράνζιτ και ομάδες της να πρωταγωνιστούν στις ευρωπαϊκές αθλητικές διοργανώσεις ή προγραμματισμένες εκλογές (όπως στη Γαλλία αλλά και στο Ουισκόνσιν των ΗΠΑ). Σε καμία περίπτωση, δηλαδή, δεν τέθηκε το δίλημμα που αντιμετώπισαν οι ανεπτυγμένες δυτικές χώρες: αναγνώριση της αναγκαιότητας ενός γενικού λοκ-ντάουν αλλά ταυτόχρονη προσπάθεια μέγιστης μετάθεσης της επιβολής τέτοιων μέτρων, με σκοπό να περιοριστούν κατά το δυνατόν οι καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία. Η ίδια πάνω-κάτω συνθήκη χαρακτηρίζει και τις υπόλοιπες βαλκανικές κι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Αντίθετα, η μόνη απόφαση με ενδεχόμενο ρίσκο και πολιτικό κόστος που θα έπρεπε να ληφθεί, ήταν η σχετική με το κλείσιμο των εκκλησιών. Είδαμε όμως ότι εκεί ο μέγας Επιτελάρχης απεδείχθη όχι μόνο δειλός μα κι ανενδοίαστα καιροσκόπος.
Όπως και να ’χει, είναι πραγματικά διασκεδαστικός ο εξευτελισμός των εν Ελλάδι φιλελεύθερων: μια-δυο βδομάδες εγχώριων κρουσμάτων και τραγικών ειδήσεων από το εξωτερικό αρκούν για να πεταχτεί στο καλάθι των αρίστων η γνωστή ιδεοληπτική ρητορεία περί απολύσεων γιατρών και άλλων δημόσιων υπαλλήλων. Μέχρι κι οι φιλελεύθεροι μουτζαχεντίν του ΣΚΑΪ έγιναν εν μια νυκτί σοσιαλδημοκράτες ζητιανεύοντας πόρους για λογαριασμό του εξαφανισμένου Β. Κικίλια. Από την άλλη, οι οικονομικές παροχές της κυβέρνησης συνοδεύονται από χαριστικές διατάξεις υπέρ του ιδιωτικού τομέα, νομοθετήματα που ευνοούν την κερδοσκοπία, και –το βασικότερο– μια προσπάθεια περαιτέρω συρρίκνωσης των εργασιακών δικαιωμάτων στην κατεύθυνση της «ευελιξίας» και της επιχειρηματικότητας με κρατικά λεφτά. Ο τρόπος που χειρίζεται την κατάσταση η ΝΔ αποδεικνύει ότι το πιο πιθανό σενάριο είναι πως η ολιγαρχία θα εκμεταλλευτεί την κρίση που θα προκληθεί, προκείμενου να βγει η ίδια όλο και πιο κερδισμένη.
Δεδομένων όλων αυτών, δεν είναι ν’ απορεί κανείς που η κυβερνητική ατζέντα περιορίζεται τεχνηέντως στην υπερβολική εξύμνηση του μέτρου της καραντίνας. Κι αν το περίφημο «μένουμε σπίτι» λαμβάνει έναν γελοιωδώς κωμικό χαρακτήρα, μέσω των κάθε λογής διασημοτήτων ή influencers που διατυμπανίζουν με σέλφι και βίντεο το σλόγκαν, στην περίπτωση των γραβατωμένων διαγγελμάτων και του αυστηρού τόνου των τηλεοπτικών συνεντεύξεων των υπουργών απλώς υποκρύπτει την απέλπιδα προσπάθεια αποποίησης ευθυνών από μεριά των κατεξοχήν υπευθύνων. Διότι τι άραγε να σημαίνει η σκηνοθετημένη επίκληση της «σοβαρότητας» και της «υπευθυνότητας», και το επαναλαμβανόμενο κούνημα του δαχτύλου διά κυβερνητικού μικροφώνου, όταν μάλιστα τα αυστηρά μέτρα τηρούνται σε γενικές γραμμές από τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου; Τι άλλο παρά την υπεκφυγή απέναντι στη θεσμική αδυναμία να στηριχτεί το δημόσιο σύστημα υγείας…
β) «Άρνηση του υπάρχοντος» ή αποδοχή της κοινωνίας της κατανάλωσης;
Στον αντίποδα αυτών διαβάζουμε από εδώ κι από εκεί σχόλια και αναλύσεις από την Αριστερά και τον αναρχικό χώρο που εκφράζουν τα γνωστά ιδεολογικά αντανακλαστικά. Αφενός το πολιτικό αντίστοιχο της ανάλυσης περί «αναδιάρθρωσης»: μια φουκωική/αγκαμπενική ανάλυση για το ότι τελικά τα κράτη λαμβάνουν τα μέτρα προκειμένου να επιβάλουν μια νέα «κατάσταση εξαίρεσης»∙ αφετέρου, μια ενστικτώδης καταγγελία των μέτρων κατ’ οίκον περιορισμού ή, έστω, περιορισμού των μετακινήσεων ως μέτρων αυταρχικών, που επιβάλλουν «καθεστώς Μεγάλου Αδερφού» κ.ο.κ. Πρόκειται για το γνωστό, πασιφανώς αφελές αφήγημα, που επαναλαμβάνεται με κάθε αφορμή – πιο πρόσφατα με αφορμή τα αντι-τρομοκρατικά μέτρα μετά τις τζιχαντιστικές επιθέσεις του 2015. Αν, όμως, κάτι τέτοιο γίνεται σε τόσο τακτά χρονικά διαστήματα, τότε γιατί οι πολιτικές ελευθερίες συνεχίζουν να υφίστανται; Φταίει άραγε μια μόνιμη εφαρμογή «επιτήρησης» ή κάποια απόπειρα επιβολής «ολοκληρωτισμού» από τα κράτη που οι κοινωνίες δεν κινητοποιούνται ή οι πληθυσμοί δεν «ριζοσπαστικοποιούνται» όσο θα επιθυμούσαμε;
Έπειτα, στις σημερινές κοινωνίες της ιδιώτευσης και της διαμεσολαβημένης από τη νεοτεχνολογία κοινωνικοποίησης, η προσωρινή απαγόρευση κυκλοφορίας δεν συνιστά –στην πράξη– ουσιαστική περιστολή ελευθερίας. Κανείς από όσους διακινούν τα ψευδο-ιδεολογήματα περί «κατάστασης εξαίρεσης», «ολοκληρωτισμού» και όξυνσης του κρατικού αυταρχισμού, δεν μας εξήγησε πώς αντιλαμβάνεται περιπτώσεις κρατών όπως της Τουρκίας, όπου η κυβέρνηση καταπατά στην ουσία την ελευθερία της έκφρασης, συλλαμβάνοντας δημοσιογράφους, κλείνοντας εφημερίδες, διώκοντας αντιφρονούντες, κλείνοντας συχνά τα κοινωνικά δίκτυα, παρακολουθώντας το ίντερνετ και γενικότερα επιτηρώντας ηλεκτρονικά τον πληθυσμό. Στην Ελλάδα και όλο τον δυτικό κόσμο, παρά την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση, η ενημέρωση, η ανταλλαγή απόψεων η κριτική και η σάτιρα –κυρίως στο ίντερνετ– είναι ελεύθερη. Εξάλλου, όπως σωστά παρατηρεί ο Νοτιοκορεάτης στοχαστής Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, αν είναι ποτέ να πραγματοποιηθούν τέτοια σενάρια, θα πρόκειται για συνέπεια της εισαγωγής του κινεζικού μοντέλου – ακριβώς επειδή (για καλή μας τύχη!) μέσα στον επάρατο δυτικό καπιταλισμό απολαμβάνουμε ελευθερίες και δικαιώματα που δεν γίνονται ανεκτά από τον ασιατικό κολεκτιβισμό.
Η ενστικτώδης αυτή αντίδραση δείχνει την αδυναμία της πλειονότητας των μελών της Αριστεράς και των αναρχικών να διαυγάσουν την κυρίαρχη κουλτούρα της διασκέδασης, ακόμα και της εναλλακτικής, που συνήθως τα ίδια επιλέγουν. Αντί να θεωρούμε αυτή τη νέα επιβεβλημένη απομόνωση ως «επίθεση του κράτους», «κατάσταση εξαίρεσης» και δείγμα «ολοκληρωτισμού», μήπως θα ήταν πιο σώφρον να τη δούμε ως μια μορφή οικολογικής αποκάθαρσης, που μας επιτρέπει να ξεφύγουμε λιγάκι από τους φρενήρεις ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, προκειμένου να στοχαστούμε; Γιατί άραγε να μην μπορούμε να κάτσουμε λιγάκι στο σπίτι και να διαβάσουμε αλλά και ν’ αναλογιστούμε πώς θα ήταν ένας πραγματικά οικολογικός τρόπος ζωής (δίχως πολλές μετακινήσεις, βασισμένος σε μια σειρά καθημερινών περιορισμών, μέσα σ’ ένα πλαίσιο σπάνης, απλότητας και περιορισμένων επιλογών;
Σε ό,τι μας αφορά, πιστεύουμε ότι –όσο κυνικό και μακάβριο ενδεχομένως ν’ ακούγεται, δεδομένης της συντελούμενης εκατόμβης– η σημερινή συγκυρία αποτελεί μιας πρώτης τάξης ευκαιρία πνευματικής και διανοητικής ανασύνταξης. Πράγμα δύσκολο βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι το διαδίκτυο –όσο ακόμα αντέχει!– βρίσκεται εδώ για να συνεχίζει να μολύνει την καθημερινότητά μας και να μας υπενθυμίζει πως, ακόμα κι αποκλεισμένοι εντός 4 τοίχων, συνεχίζουμε ν’ αποτελούμε κομμάτια της κοινωνίας της κατανάλωσης/διασκέδασης: είτε πρόκειται για τα ψώνια εξ αποστάσεως και την εκτόξευση των φαινομένων «συναισθηματικής υπερφαγίας» (απαραίτητο συνοδευτικό της βουλιμικής παρακολούθησης «σειρών» στο Νετφλίξ), είτε για τα βιντεοπαιχνίδια και τις συγκεντρώσεις φίλων και τη συλλογική κατανάλωση αλκοόλ μέσω Skype και άλλων παρεμφερών ψηφιακών εφαρμογών είτε –στην καλύτερη περίπτωση– μέσω της αγκίστρωσής μας μπροστά απ’ τις οθόνες κάθε είδους υπό την πρόφαση της ενημέρωσης και της επικοινωνίας.
Αυτό που διαβάζουμε ακόμα και στις πιο μετρημένες αναρχικές/ελευθεριακές αναλύσεις είναι παραινέσεις σχετικές με τη συλλογική ζωή: «να μην αφήσουμε την απομόνωση να μας εξατομικεύσει» κ.ο.κ. Πράγμα απολύτως λογικό σε πρώτο βαθμό, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνικό κίνημα δίχως την ύπαρξη συλλογικότητας. Ωστόσο, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, θα πρέπει να δούμε όλες αυτές τις παραινέσεις ως μια ψυχαναλυτικού τύπου συγκάλυψη του ουσιώδους: του γεγονότος πως, δεδομένης της πνευματικής και διανοητικής καταστροφής του ανθρώπινου όντος που επιτελεί η ψηφιακή τεχνολογία και το σύγχρονο «θέαμα», απαραίτητο κομμάτι κάθε χειραφετητικού προτάγματος θα πρέπει να είναι κι ένα είδος προσωπικής πνευματικής υγιεινής.
Εν ολίγοις, χρειάζεται να γίνει αγώνας και σε επίπεδο αυστηρά ατομικό, διότι πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για αυτοπεριορισμό, όταν δεν λαμβάνουμε υπόψη τη θεμελιώδη ανικανότητα του σύγχρονου ατόμου να μείνει έστω για λίγο μόνο του, δίχως να πανικοβάλλεται και να ψάχνει κάθε είδους διεξόδους κι υποκατάστατα (φαΐ, ποτό, ιντερνετική μαστούρα, ναρκωτικά[13] κ.ο.κ.); Αν δεν μπορεί ν’ αντέξει ορισμένους πρόσκαιρους περιορισμούς, πώς είναι δυνατόν να ευαγγελιζόμαστε τη συλλογική υιοθέτηση ενός μοντέλου ζωής βασισμένου, ακριβώς, στη σπάνη και τον εθελούσιο περιορισμό των αναγκών μας; Δηλαδή ενός μοντέλου ζωής που θα μπορούσε να ανατρέψει τις συνθήκες που γενούν πανδημίες σαν τη σημερινή;
[1] Ο συνεχώς διογκούμενος ρυθμός θανάτων στις ευρωπαϊκές χώρες σχετίζεται φυσικά και με την ηλικιακή σύνθεση των γερασμένων πληθυσμών τους.
[2] Μάλιστα εικάζεται πως η μετακίνηση Ιταλών οπαδών κατά την ποδοσφαιρική αναμέτρηση της Λυών με τη Γιουβέντους, για το Τσάμπιονς Λιγκ (στις 26/02), υπήρξε μία από τις οδούς διάδοσης του ιού στη Γαλλία.
[3] Είναι πολύ χαρακτηριστικό, από αυτήν την άποψη, πως η χώρα της Αφρικής με τα περισσότερα κρούσματα υπήρξε η Νότιος Αφρική, δηλαδή η πιο «λευκή» και δυτικοποιημένη χώρα της Μαύρης Ηπείρου, ενώ επίκεντρο της πανδημίας στις ΗΠΑ είναι η πιο global πόλη του πλανήτη, η Νέα Υόρκη.
[4] Είναι μάλιστα ο Σ. Τσιόδρας, που το μητσοτακικό μηντιακό σύστημα αγιογραφεί κι εξυμνεί καθημερινά και παντοιοτρόπως για τους δικούς του σκοπούς, αυτός που παλιότερα, με άσχετη αφορμή, δήλωνε πως όχι μόνον οι μετανάστες δεν είναι φορείς επικίνδυνων κι «εξωτικών» ασθενειών, μα πως, αντίθετα, «δεν υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία. Μόνο πάρα πολύ λίγες περιπτώσεις συνηθισμένων ασθενειών όπως μια λοίμωξη αναπνευστικού με πυρετό, γρίπη ή διάρροια».
Και μιας κι αναφερθήκαμε στα ειλικρινή αισθήματα χριστιανικής φιλανθρωπίας του συγκεκριμένου –που έρχονται σε κατάφορη αντίθεση με την υποκρισία πολλών θεοσεβούμενων, κατά τα άλλα, στελεχών του συντηρητικού χώρου (πολιτικών τε και κληρικών)–, αξίζει ν’ αναφέρουμε και το εξής: η μόνη ομάδα από αυτές που συμμετείχαν ενεργά στη διασπορά του ιού και δεν ανήκει στο σύμπαν της σύγχρονης νομαδικής κουλτούρας της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και τη διασκέδασης, είναι τα γκρουπ χριστιανών προσκυνητών. Ένα τέτοιο γκρουπ έφερε στην Ελλάδα τον ιό από τα Ιεροσόλυμα κι ένα αντίστοιχο τον διέδωσε στην ανατολική Γαλλία –επίκεντρο της κρίσης στη χώρα αυτή, μαζί με το Παρίσι–, με αφορμή μεγάλη μάζωξη Ευαγγελιστών στη Μουλούζ, τον Φεβρουάριο. Τι έχουν να πούνε, όμως, οι διάφοροι μεταναστοφάγοι συντηρητικοί, που πολύ συχνά δηλώνουν χριστιανοί ή όσοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους και μιλούν για ολοκληρωτισμό, επειδή έκλεισαν –με καθυστέρηση, μάλιστα– οι εκκλησίες;
Δεδομένου, τέλος, ότι η εστία διάδοσης του κορονοϊού στο Ιράν υπήρξε η Κομ, ιερή πόλη του σιιτικού Ισλάμ και πόλος έλξης σιιτών προσκυνητών από όλο τον κόσμο, είναι πολύ πιθανό ο θρησκευτικός τουρισμός να έπαιξε κι εδώ τον ρόλο του (παράλληλα με τις εμπορικές σχέσεις Ιράν-Κίνας).
[5] Φυσικά, αν η κοινωνία της κατανάλωσης (δηλαδή, πιο συγκεκριμένα: ο Πρώτος Κόσμος κι οι ολιγαρχίες του Δεύτερου και Τρίτου Κόσμου) δίνει τον τόνο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στις ανεπτυγμένες κοινωνίες η τεκνοποιία έχει σημαντικά περιοριστεί. Πρωτοπόρος στην αλματώδη αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού είναι ο Δεύτερος κι ο Τρίτος Κόσμος, των οποίων μπορεί βέβαια οι λαοί να ζουν φτωχικά ή ακόμη και να λιμοκτονούν, ωστόσο το μέγεθός τους και μόνο δημιουργεί τεράστιες ανάγκες παραγωγής φτηνών –δηλαδή βιομηχανικά παραγόμενων– αγροτικών προϊόντων. Έχουμε προσπαθήσει ν’ αναλύσουμε τα τεράστια διακυβεύματα που θέτει η φρενήρης αυτή αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού στο πρόταγμα της αποανάπτυξης –και σε κάθε, γενικότερα, ειλικρινή και «ριζοσπαστική» οικολογική προσέγγιση– στο κείμενό μας, «Το αγροτικό ζήτημα και οι ανθρωπολογικές διαστάσεις του στη σημερινή ιστορική συγκυρία» (Πρόταγμα, τ. 9, Ιούλιος 2016).
[6] Τα οποία κοντέινερ, φυσικά, είναι το μεταφορικό μέσο που επέτρεψε στη μετεγκατάσταση των εργοστασιακών μονάδων να εδραιωθεί ως θεμέλιο της σύγχρονης βιομηχανίας, επειδή μείωσαν το κόστος και τον χρόνο μεταφοράς των προϊόντων από την Κίνα και τα λιμάνια της νοτιοανατολικής Ασίας. Δίκαια η λεγόμενη «κοντεϊνεροποίηση» θεωρείται ένα από τα υλικά θεμέλια της παγκοσμιοποίησης.
[7] Κατά τα άλλα, για το γεγονός πως γι’ αυτούς –και όχι μόνο– τους λόγους η ψηφιακή τεχνική ευνοεί την όξυνση των ολιγαρχικών τάσεων των σύγχρονων κοινωνιών, βλ. και το «Editorial» του 10ου τεύχους του Προτάγματος και πιο συγκεκριμένα την ενότητα «Νεοτεχνολογία και διαδικασία ολιγαρχικοποίησης» (σ. 55 κ. ε.).
[8] Αυτό που αποδεικνύει η σημερινή κατάσταση είναι την απάτη των ιδεολογημάτων περί παγκοσμιοποίησης που διακινήθηκαν τα τελευταία 40 χρόνια, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση πως οι υπερεθνικοί θεσμοί είχαν αποκτήσει επαρκή αρτιότητα και πολιτική νομιμοποίηση ώστε ν’ αχρηστεύουν το έθνος-κράτος. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη είναι πως το έθνος κράτος αποδείχτηκε ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο στον ανταγωνισμό της παγκοσμιοποιημένης διεθνούς αγοράς. Δεν πρόκειται άλλωστε για μια καινοφανή κατάσταση, καθώς η εξωστρέφεια των εύρωστων καπιταλιστικών οικονομιών εμφανίζεται ήδη από τον 19ο αιώνα. Τα καινούρια δεδομένα της σημερινής κατάστασης είναι η εξαγωγή της παραγωγικής διαδικασίας, τα πλανητικής διάστασης προβλήματα, τα πιο λειτουργικά κανάλια διεθνούς διαπραγμάτευσης, η τραγική εμπειρία των δύο Παγκόσμιων Πολέμων και η πρωτοφανής αμερικανική ισχύς. Αυτές οι ουσιώδεις παράμετροι μάς επιτρέπουν να κατανοήσουμε αφενός τη μερική αποτελεσματικότητα των διεθνών θεσμών αλλά, κυρίως, τις ασύμμετρες πλευρές της παγκοσμιοποίησης: Κανείς δεν μας έχει δώσει μια πειστική εξήγηση για το γεγονός ότι η περίφημη κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας της Ευρώπης παραμένει στα χαρτιά, ενώ από την άλλη ο αποτελεσματικότερος –ή έστω ελκυστικότερος– διεθνής θεσμός είναι ακόμα και σήμερα το ΝΑΤΟ. Προφανώς, ένας κοινός ευρωπαϊκός στρατός σημαίνει και σύγκλιση θεμελιωδών εθνικών συμφερόντων, κάτι αδιανόητο στο πλαίσιο της εξευτελισμένης Ε.Ε. Ενώ ένας θεσμός που εγγυάται πρωτίστως την εθνική ακεραιότητα είναι ικανός –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– ν΄ αποσπάσει τη συναίνεση και την αποδοχή των μελών του.
[9] Ποια είναι άραγε εκείνη η εθνική οικονομία που μπορεί σήμερα, με τη συνδυασμένη δράση δημόσιας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ν΄ αναλάβει σε ποσοστό, ας πούμε, 80% την εθνική παραγωγή γεωργικών εργαλείων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, σπόρων, πετρελαίου και να οργανώσει την παραγωγική διαδικασία στην κλίμακα που απαιτείται ώστε και να θρέψει ικανοποιητικά τα εκατομμύρια των πολιτών του αλλά και να εξάγει ένα μέρος της παραγωγής για να εξασφαλίσει λίγο συνάλλαγμα; Τα περισσότερα κράτη σήμερα –μεταξύ αυτών και η Ελλάδα– δεν διαθέτουν ούτε καν την απαραίτητη καλλιεργήσιμη γή για να θρέψουν τον πληθυσμό τους.
[10] Η σημαντική αύξηση περιστατικών βίας κατά των γυναικών κατά την περίοδο της αναγκαστικής αυτής συμβίωσης δεν έχει να κάνει μόνο με τον σεξισμό αλλά με το ευρύτερο πρόβλημα του σύγχρονου ναρκισσισμού: όταν δύο άτομα που δεν έχουν μάθει ούτε να κάνουν υποχωρήσεις αλλά ούτε και να διαχειρίζονται με ψύχραιμο τρόπο τα άγχη και τις ανησυχίες τους αναγκάζονται να ζήσουν υπό ένα τόσο περιοριστικό πλαίσιο, μοιραίο είναι να οδηγούνται συχνά σε ακραίες καταστάσεις. Δεν θέλουμε, προφανώς, να δικαιολογήσουμε τη σεξιστική βία, αλλά να την εντάξουμε στο ιδιαίτερο, σημερινό πλαίσιο (αύξηση των διαζυγίων στην Κίνα, τσακωμοί ανάμεσα στα ζευγάρια, αφόρητη συχνά κατάσταση με τους φοιτητές που επέστρεψαν στο σπίτι των γονιών τους κ.λπ.).
[11] Μέχρι τώρα ξέραμε πως η μαλακία τυφλώνει. Πλέον μάθαμε πως τυφλώνει και «η λάμψη του αστερισμού Μητσοτάκη»!
[12] Για παράδειγμα, η Πορτογαλία αποφάσισε την επιβολή λοκ-ντάουν στις 19 Μαρτίου, όταν τα κρούσματα ήταν 785 και οι νεκροί τρεις. Η Ελλάδα το επέβαλε στις 23 Μαρτίου, με 695 κρούσματα και δέκα επτά νεκρούς.
[13] Το μόνο που φαίνεται ως τώρα να λείπει, μιας και τα δίκτυα διακίνησης έχουν δεχθεί σημαντικά πλήγματα από τα περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί. Ήδη όμως οι μαφίες έχουν αρχίσει να προσαρμόζονται και βρίσκουν νέους τρόπους διακίνησης.
ΠΗΓΗ:https://protagma.wordpress.com/2020/04/11/%ce%bc%cf%80%ce%bf%cf%81%ce%b5%ce%af-%ce%bd%ce%b1-%ce%bc%ce%b1%cf%82-%ce%b4%ce%b9%ce%b4%ce%ac%ce%be%ce%b5%ce%b9-%ce%ba%ce%ac%cf%84%ce%b9-%ce%b7-%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%af%ce%b1-%cf%84/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.